ἀρωματοφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des aromates.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit des aromates.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρωματοφόρος:''' [[дающий ароматические растения]] (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρωματοφόρος:''' [[дающий ароматические растения]] (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).
}}
}}