ἀστεμφής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />inébranlable, ferme, solide ; <i>neutre adv.</i> • ἀστεμφές avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στέμβω]].
|btext=ής, ές :<br />inébranlable, ferme, solide ; <i>neutre adv.</i> • ἀστεμφές avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[στέμβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστεμφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неподвижный]] ([[σκῆπτρον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[непоколебимый]], [[непреклонный]], [[твердый]], [[крепкий]] ([[βουλή]] Hom.; [[χάλκεος]] [[οὐδός]] Hes.; [[Τελαμών]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[жестокий]] ([[ποδάγρη]], [[νύξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστεμφής:''' -ές ([[στέμβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ακίνητος]], [[αδιάσειστος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀστεμφὲς ἔχεσκε (τὸ [[σκῆπτρον]]), το κράτησε όρθιο και ακίνητο, στο ίδ.· επίρρ., [[ἀστεμφέως]] [[ἐχέμεν]], εσείς να τον βαστάτε γερά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ουδ. <i>ἀστεμφές</i>, ως επίρρ., άκαμπτα, γερά, [[σταθερά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀστεμφής:''' -ές ([[στέμβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ακίνητος]], [[αδιάσειστος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀστεμφὲς ἔχεσκε (τὸ [[σκῆπτρον]]), το κράτησε όρθιο και ακίνητο, στο ίδ.· επίρρ., [[ἀστεμφέως]] [[ἐχέμεν]], εσείς να τον βαστάτε γερά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ουδ. <i>ἀστεμφές</i>, ως επίρρ., άκαμπτα, γερά, [[σταθερά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστεμφής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неподвижный]] ([[σκῆπτρον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[непоколебимый]], [[непреклонный]], [[твердый]], [[крепкий]] ([[βουλή]] Hom.; [[χάλκεος]] [[οὐδός]] Hes.; [[Τελαμών]] Theocr.);<br /><b class="num">3)</b> [[неумолимый]], [[жестокий]] ([[ποδάγρη]], [[νύξ]] Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym