ἀφνειός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ [[ἀφνειός]] homme riche ; <i>en parl. de choses (ville, maison, etc.)</i>;<br /><i>Cp.</i> ἀφνειότερος, <i>Sp.</i> ἀφνειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφενος]].
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />riche, opulent ; ἀφνειὸς βιότοιο IL riche en ressources pour vivre ; χρυσοῖο OD qui a de l'or en abondance ; ὁ [[ἀφνειός]] homme riche ; <i>en parl. de choses (ville, maison, etc.)</i>;<br /><i>Cp.</i> ἀφνειότερος, <i>Sp.</i> ἀφνειότατος.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφενος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφνειός:''' и 3 богатый, состоятельный или обильный (τινος Hom., τινι Hes., Theocr., редко τι Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφνειός:''' -όν και -ή, -όν ([[ἄφενος]]), [[πλούσιος]], [[εύπορος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>ἀφνειὸς βιότοιο</i>, [[πλούσιος]] σε [[περιεχόμενο]], σε Όμηρ.· με αιτ., σε Ησίοδ.· με δοτ., σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀφνειός:''' -όν και -ή, -όν ([[ἄφενος]]), [[πλούσιος]], [[εύπορος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>ἀφνειὸς βιότοιο</i>, [[πλούσιος]] σε [[περιεχόμενο]], σε Όμηρ.· με αιτ., σε Ησίοδ.· με δοτ., σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφνειός:''' и 3 богатый, состоятельный или обильный (τινος Hom., τινι Hes., Theocr., редко τι Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj