ἄγγελος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> messager, messagère;<br /><b>2</b> <i>en poésie et en prose ion.</i> envoyé, député;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> messager de Dieu, ange.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental obscur.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> messager, messagère;<br /><b>2</b> <i>en poésie et en prose ion.</i> envoyé, député;<br /><b>3</b> <i>postér.</i> messager de Dieu, ange.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt oriental obscur.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγγελος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вестник]], [[посланец]], [[гонец]], Hom., Her., Trag.: ἄ. τινος Soph. вестник чей-л. или чего-л.; λευκαὶ ἔθειραι, συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Anth. седые волосы, вестники сознательного возраста;<br /><b class="num">2)</b> [[весть]], [[известие]], [[сообщение]], Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[ангел]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄγγελος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν [[ἄγγελος]], λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς [[ἄγγελος]], λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[ἄγγελος]] κακῶν ἐμῶν, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θεϊκός]] [[απεσταλμένος]], [[άγγελος]] ([[πνεύμα]]), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἄγγελος:''' ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[αγγελιαφόρος]], [[απεσταλμένος]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που ανακοινώνει, σηματοδοτεί, λέγεται για τα πουλιά της οιωνοσκοπίας, σε Ομήρ. Ιλ.· Μουσῶν [[ἄγγελος]], λέγεται για έναν ποιητή, σε Θέογν.· Διὸς [[ἄγγελος]], λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[ἄγγελος]] κακῶν ἐμῶν, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θεϊκός]] [[απεσταλμένος]], [[άγγελος]] ([[πνεύμα]]), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἄγγελος:''' ὁ и ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[вестник]], [[посланец]], [[гонец]], Hom., Her., Trag.: ἄ. τινος Soph. вестник чей-л. или чего-л.; λευκαὶ ἔθειραι, συνετῆς ἄγγελοι ἡλικίης Anth. седые волосы, вестники сознательного возраста;<br /><b class="num">2)</b> [[весть]], [[известие]], [[сообщение]], Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[ангел]] NT.
}}
}}
{{etym
{{etym