ἆθλος: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lutte, combat, <i>particul.</i> épreuve dans les jeux, concours : ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί SOPH jeux de Delphes, jeux pythiques;<br /><b>2</b> <i>au sens moral</i> lutte, combat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἆθλον]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> lutte, combat, <i>particul.</i> épreuve dans les jeux, concours : ἆθλοι Δελφικοί, Πυθικοί SOPH jeux de Delphes, jeux pythiques;<br /><b>2</b> <i>au sens moral</i> lutte, combat.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἆθλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἆθλος:''' эп.-ион. [[ἄεθλος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[борьба]], [[состязание]] ([[νικᾶν]] ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[труд]], [[задание]], [[дело]]: ὁ [[προκείμενος]] ἆθλος Her. заданная работа; ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. возложить на кого-л. какие-л. задачи; Ἡρακλέους ἆθλοι Isocr., Plut. подвиги Геракла;<br /><b class="num">3)</b> [[мучение]], [[страдание]] Aesch., Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἆθλος:''' ὁ, συνηρ. από το Επικ. και Ιων. [[ἄεθλος]], [[αγώνας]] για [[βραβείο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἄεθλος]] πρόκειται, ανατίθεται σε κάποιον ένα [[έργο]], κηρύσσεται [[αγώνας]], σε Ηρόδ.· [[ἄεθλον]] προτιθέναι, ορίζεται [[αγώνας]], στον ίδ.· μεταφ., [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]], [[πάλη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἆθλος:''' ὁ, συνηρ. από το Επικ. και Ιων. [[ἄεθλος]], [[αγώνας]] για [[βραβείο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[ἄεθλος]] πρόκειται, ανατίθεται σε κάποιον ένα [[έργο]], κηρύσσεται [[αγώνας]], σε Ηρόδ.· [[ἄεθλον]] προτιθέναι, ορίζεται [[αγώνας]], στον ίδ.· μεταφ., [[σύγκρουση]], [[διαμάχη]], [[πάλη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἆθλος:''' эп.-ион. [[ἄεθλος]] ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[борьба]], [[состязание]] ([[νικᾶν]] ἐν τῷ ἀέθλῳ Hom.; ἆθλοι Πυθικοί Soph.; ἆθλοι γυμνικοὶ καὶ ἱππικοί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[труд]], [[задание]], [[дело]]: ὁ [[προκείμενος]] ἆθλος Her. заданная работа; ἀέθλους προθεῖναί τινί τινας Her. возложить на кого-л. какие-л. задачи; Ἡρακλέους ἆθλοι Isocr., Plut. подвиги Геракла;<br /><b class="num">3)</b> [[мучение]], [[страдание]] Aesch., Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj