ἄπαστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à jeun;<br /><b>2</b> non mangé, intact.<br />'''Étymologie:''' [[πατέω]]¹.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est à jeun;<br /><b>2</b> non mangé, intact.<br />'''Étymologie:''' [[πατέω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαστος:''' [[не евший]], [[голодный]] Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἄπαστος:''' -ον ([[πατέομαι]]), αυτός που δεν έχει φάει, που απέχει από την [[τροφή]], που νηστεύει, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, [[χωρίς]] να έχει γευτεί [[φαγητό]] ή ποτό, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαστος:''' [[не евший]], [[голодный]] Hom., Arst.: ἄ. ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Hom., HH ничего не евший и не пивший.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατέομαι]]<br />not having eaten, [[fasting]], Il.: c. gen., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted [[meat]] or [[drink]], Od.
|mdlsjtxt=[[πατέομαι]]<br />not having eaten, [[fasting]], Il.: c. gen., [[ἄπαστος]] ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος without having tasted [[meat]] or [[drink]], Od.
}}
}}