ἐκκαθαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐκκάθηρα (<i>non</i> ἐκκάθαρα);<br />nettoyer à fond : οὐρούς IL les sentines ; ἀσπίδας ἐκκεκαθαρμένας XÉN boucliers bien luisants <i>litt.</i> nettoyés ; χθόνα ἐκκ. κνωδάλων ESCHL purger la terre de monstres ; <i>fig.</i> λογισμόν PLUT apurer un compte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[καθαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκᾰθαίρω:''' (aor. ἐκκάθηρα)<br /><b class="num">1)</b> [[очищать]] (οὐρούς Hom.; κοιλίην Her.; τὴν χθόνα κνωδάλων βροτοφθόρων Aesch.; ἑαυτὸν [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> [[начищать до блеска]] (ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[тщательно чистить]], [[отделывать]] (τινὰ [[ὥσπερ]] ἀνδριάντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[вычищать]], [[убирать]] (τὰ λυμαινόμενα θηρία Arst.; πηλόν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[удалять]], [[искоренять]], [[изгонять]] (ὕβριν ἅπασαν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[выверять]]: δαπάνης ἐκκαθᾶραι λογισμόν Plut. проверить счет расходов.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 36: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκᾰθαίρω:''' μέλ. <i>-κᾰθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς.<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. του πράγμ. που καθαρίζεται, [[καθαρίζω]] τάφρους κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων</i>, καθαρίζει, απαλλάσσει αυτή τη [[χώρα]] από τέρατα, σε Αισχύλ. — Παθ., καθαρίζομαι εντελώς, εξαγνίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. που δηλώνει την [[ακαθαρσία]] που έχει αφαιρεθεί, [[ξεκαθαρίζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκκᾰθαίρω:''' μέλ. <i>-κᾰθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς.<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. του πράγμ. που καθαρίζεται, [[καθαρίζω]] τάφρους κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων</i>, καθαρίζει, απαλλάσσει αυτή τη [[χώρα]] από τέρατα, σε Αισχύλ. — Παθ., καθαρίζομαι εντελώς, εξαγνίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. που δηλώνει την [[ακαθαρσία]] που έχει αφαιρεθεί, [[ξεκαθαρίζω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκᾰθαίρω:''' (aor. ἐκκάθηρα)<br /><b class="num">1)</b> [[очищать]] (οὐρούς Hom.; κοιλίην Her.; τὴν χθόνα κνωδάλων βροτοφθόρων Aesch.; ἑαυτὸν [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> [[начищать до блеска]] (ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[тщательно чистить]], [[отделывать]] (τινὰ [[ὥσπερ]] ἀνδριάντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[вычищать]], [[убирать]] (τὰ λυμαινόμενα θηρία Arst.; πηλόν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. [[удалять]], [[искоренять]], [[изгонять]] (ὕβριν ἅπασαν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> [[выверять]]: δαπάνης ἐκκαθᾶραι λογισμόν Plut. проверить счет расходов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj