ἐξαγγελτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
|btext=ή, όν :<br />enclin à bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαγγέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[распространяющий вести или слухи]]: ἐξαγγελτικοὶ οἱ ἠδικημένοι Arst. пострадавшие любят рассказывать (о причиненных им несправедливостях);<br /><b class="num">2)</b> [[сообщающий]], [[уведомляющий]]: ἐ. τῇ διανοίᾳ Arst. (об органах чувств) доводящий до сознания.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαγγελτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[αρμόδιος]] να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, [[εξαγγελτήριος]], [[ειδοποιητήριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> «εξαγγελτικό [[μοτίβο]]» — το [[θέμα]] που χαρακτηρίζει ένα [[πρόσωπο]] στο μουσικό [[δράμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αγγελία]], [[είδηση]], [[πληροφορία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[εκφραστικός]] («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[φλύαρος]], [[κουτσομπόλης]] («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαγγελτικός]], -ή, -όν)<br />ο [[κατάλληλος]] ή [[αρμόδιος]] να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, [[εξαγγελτήριος]], [[ειδοποιητήριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> «εξαγγελτικό [[μοτίβο]]» — το [[θέμα]] που χαρακτηρίζει ένα [[πρόσωπο]] στο μουσικό [[δράμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει [[αγγελία]], [[είδηση]], [[πληροφορία]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[εκφραστικός]] («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[φλύαρος]], [[κουτσομπόλης]] («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαγγελτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[распространяющий вести или слухи]]: ἐξαγγελτικοὶ οἱ ἠδικημένοι Arst. пострадавшие любят рассказывать (о причиненных им несправедливостях);<br /><b class="num">2)</b> [[сообщающий]], [[уведомляющий]]: ἐ. τῇ διανοίᾳ Arst. (об органах чувств) доводящий до сознания.
}}
}}