ἐξωτερικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; [[σκέψις]] 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] äußerlich, ausländisch, Arist. pol. 2, 10 u. öfter. Bes. τὰ ἐξωτερικά, Ggstz von ἐσωτερικά, die Schriften der Philosophie des Aristoteles, welche auf ein größeres Publikum berechnet waren, nicht das Innerste der Philosophie betrafen, Arist. pol. 3, 6; [[σκέψις]] 1, 3; διάλογοι Plut. adv. Col. 14, vgl. Cic. Fin. 5, 5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωτερικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внешний]], [[наружный]]: τὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. внешние органы, конечности;<br /><b class="num">2)</b> [[иноземный]]: ἐξωτερικὴ [[ἀρχή]] Arst. власть над чужими землями;<br /><b class="num">3)</b> [[особый]], [[отличный]], [[иной]] ([[σκέψις]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[общественный]], [[публичный]] (πράξεις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[эксотерический]], [[предназначенный для широкой публики]], [[популярный]] (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξωτερικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внешний]], [[наружный]]: τὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. внешние органы, конечности;<br /><b class="num">2)</b> [[иноземный]]: ἐξωτερικὴ [[ἀρχή]] Arst. власть над чужими землями;<br /><b class="num">3)</b> [[особый]], [[отличный]], [[иной]] ([[σκέψις]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[общественный]], [[публичный]] (πράξεις Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[эксотерический]], [[предназначенный для широкой публики]], [[популярный]] (λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.): οἱ ἐξωτερικοί Cic., Gell. эксотерики (начинающие ученики пифагорейской школы).
}}
}}