ἐπίμονος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />persévérant, tenace, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμένω]].
|btext=ος, ον :<br />persévérant, tenace, opiniâtre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίμονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[длительный]], [[долгий]], [[постоянный]] ([[κολαστήριον]] Plut.): ἐπίμονον ποιεῖν τινα Polyb. продлить срок чьих-л. полномочий; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους Polyb. отсрочить платеж взносов;<br /><b class="num">2)</b> [[упорный]], [[настойчивый]], [[стойкий]] (τινι и ἔν τινι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμονος]], -ον) [[επιμένω]]<br />αυτός που παραμένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]], που δεν αλλάζει [[γνώμη]] (α. «επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «κατὰ πᾶσαν περίστασιν ἐπίμονον [[γενέσθαι]] τῇ γνώμῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πείσμων]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνεχίζεται με την [[ίδια]] [[ένταση]] (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη [[βροχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίμονος]], -ον) [[επιμένω]]<br />αυτός που παραμένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]], που δεν αλλάζει [[γνώμη]] (α. «επίμονη [[προσπάθεια]]» β. «κατὰ πᾶσαν περίστασιν ἐπίμονον [[γενέσθαι]] τῇ γνώμῃ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πείσμων]], [[αμετάπειστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που συνεχίζεται με την [[ίδια]] [[ένταση]] (α. «επίμονοι πόνοι» β. «επίμονη [[βροχή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος παραμένει πολύ καιρό σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπίμονον ποιεῖν τὸν στρατηγόν»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίμονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[длительный]], [[долгий]], [[постоянный]] ([[κολαστήριον]] Plut.): ἐπίμονον ποιεῖν τινα Polyb. продлить срок чьих-л. полномочий; ἐπιμόνους ποιεῖν ἐράνους Polyb. отсрочить платеж взносов;<br /><b class="num">2)</b> [[упорный]], [[настойчивый]], [[стойкий]] (τινι и ἔν τινι Plut.).
}}
}}