ἐσχατεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />être à l'extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />être à l'extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[ἔσχατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχᾰτεύω:''' (только part.) находиться с краю ([[χώρα]] ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.): [[ὅταν]] πλεονάσας ὁ [[Νεῖλος]] πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐσχατεύω]] (Α) [[έσχατος]]<br /><b>1.</b> ευρίσκομαι, [[είμαι]] στο [[άκρο]] («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα [[άκρα]], οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στο [[άκρο]] ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («[[ἐσχατεύω]] τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.
|mltxt=[[ἐσχατεύω]] (Α) [[έσχατος]]<br /><b>1.</b> ευρίσκομαι, [[είμαι]] στο [[άκρο]] («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» — τα [[άκρα]], οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι στο [[άκρο]] ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («[[ἐσχατεύω]] τῶν διδασκόντων», Φιλόθ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐσχατεύοντες τόποι» — οι τελευταίοι, οι ακραίοι τόποι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐσχᾰτεύω:''' (только part.) находиться с краю ([[χώρα]] ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας Polyb.; ἐσχατεύοντες τόποι Arst.): [[ὅταν]] πλεονάσας ὁ [[Νεῖλος]] πλησιάσῃ τοῖς ἐσχατεύουσι Plut. когда вздувшийся Нил приблизится к окраинам (Египта).
}}
}}