ἑψανός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1132.png Seite 1132]] ή, όν, kochbar, leicht zu kochen, Hippocr.; Arist. Probl. 20, 4. 5; ἑψανὰ ἄγρια εἶναι θρίδακα Diocl. bei Ath. II, 68 e, Küchenkräuter; daher weich, Plat. com. bei Suid.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψᾰνός:''' [[подвергаемый варке]] (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, ([[πρβλ]]. [[ορφανός]], [[στεγανός]])].
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, ([[πρβλ]]. [[ορφανός]], [[στεγανός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψᾰνός:''' [[подвергаемый варке]] (τὰ μὲν ἑψανά, τὰ δὲ ὀπτανά Arst.).
}}
}}