ἔξυπνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />réveillé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὕπνος]].
|btext=ος, ον :<br />réveillé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὕπνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξυπνος:''' [[проснувшийся]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔξυπνος:''' -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, [[ξύπνιος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἔξυπνος:''' -ον, αυτός που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, αφυπνισμένος, [[ξύπνιος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἔξυπνος:''' [[проснувшийся]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj