ἔκπληξις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />épouvante, frayeur : [[ἐς]] ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπλήσσω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />épouvante, frayeur : [[ἐς]] ἔκπληξιν καθιστάναι THC jeter en crainte ; ἔκπληξιν ἐμποιεῖν τινι THC inspirer de la terreur à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπληξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[потрясение]], [[ошеломленность]], [[смятение]] (ἔκπληξίν τινι ἐμποιεῖν Thuc. или παρέχειν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[изумление]] Arst.: εἰς ἔκπληξιν [[ὑπερφυής]] Plut. поразительно одаренный;<br /><b class="num">3)</b> [[сильная страсть]] (αἱ τῶν ἀφροδισίων ὁρμαὶ καὶ ἔ. Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἔκπληξις]])<br /><b>1.</b> ψυχολογική [[κατάσταση]] στην οποία περιέρχεται [[κανείς]] από απροσδόκητο [[γεγονός]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, το [[ξάφνιασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ίδιο το απροσδόκητο [[γεγονός]], [[ιδίως]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπληξη]], [[τρόμος]]<br /><b>2.</b> [[θαυμασμός]].
|mltxt=η (AM [[ἔκπληξις]])<br /><b>1.</b> ψυχολογική [[κατάσταση]] στην οποία περιέρχεται [[κανείς]] από απροσδόκητο [[γεγονός]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, το [[ξάφνιασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το ίδιο το απροσδόκητο [[γεγονός]], [[ιδίως]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κατάπληξη]], [[τρόμος]]<br /><b>2.</b> [[θαυμασμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκπληξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[потрясение]], [[ошеломленность]], [[смятение]] (ἔκπληξίν τινι ἐμποιεῖν Thuc. или παρέχειν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[изумление]] Arst.: εἰς ἔκπληξιν [[ὑπερφυής]] Plut. поразительно одаренный;<br /><b class="num">3)</b> [[сильная страсть]] (αἱ τῶν ἀφροδισίων ὁρμαὶ καὶ ἔ. Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj