ἔνοπλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />en armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὅπλον]].
|btext=ος, ον :<br />en armes, armé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὅπλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνοπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вооруженный]], [[в доспехах]] ([[γενέτας]] [[Διός]] Soph.; κόροι Eur.; [[ἄνδρες]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[наполненный вооруженными людьми]] ([[ἵππος]], sc. [[δουράτεος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
|lsmtext='''ἔνοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]),<br /><b class="num">I.</b> οπλισμένος, αρματωμένος, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που κρύβει μέσα του οπλισμένους άνδρες, λέγεται για τον Δούρειο ίππο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνοπλος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вооруженный]], [[в доспехах]] ([[γενέτας]] [[Διός]] Soph.; κόροι Eur.; [[ἄνδρες]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[наполненный вооруженными людьми]] ([[ἵππος]], sc. [[δουράτεος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj