ἰδιογνώμων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui a son opinion particulière, qui pense par soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[ἴδιος]], γνώμή.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογνώμων:''' 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ἰδιογνώμων:''' -ον, αυτός που πράττει ή ενεργεί βάσει της δικής του βούλησης, της προσωπικής του γνώμης, αυτόγνωμος, [[αυτόβουλος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιογνώμων:''' 2, gen. ονος (ῐδ) держащийся собственного мнения, не отступающий от собственных взглядов Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=holding one's own [[opinion]], Arist.
|mdlsjtxt=holding one's own [[opinion]], Arist.
}}
}}