ἴκτερος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />jaunisse.<br />'''Étymologie:''' DELG rad. exprimant la couleur jaune, cf. [[ἰκτῖνος]], [[ἴκτις]].
|btext=ου (ὁ) :<br />jaunisse.<br />'''Étymologie:''' DELG rad. exprimant la couleur jaune, cf. [[ἰκτῖνος]], [[ἴκτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴκτερος:''' ὁ [[желтуха]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴκτερος]])<br /><b>ιατρ.</b> παθολογικό [[σύμπτωμα]] που χαρακτηρίζεται από κίτρινη [[χρώση]] του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. [[χρυσή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] πτηνού με χρυσοκίτρινο [[χρώμα]] το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i><br />η [[σύνδεση]] της λ. με [[ἴκτις]], <i>ἰκτίνος</i> οδηγεί σε πιθ. [[αναγωγή]] της λ. σε [[ρίζα]] <i>ικτ</i>- με σημ. «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]». Ο τ. <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερο</i>-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών ([[πρβλ]]. [[ὕδερος]], [[χολέρα]]). Η λ. χρησιμοποιούνταν [[κυρίως]] στον πληθ. με τη σημ. της νόσου, ήταν όμως και [[ονομασία]] πτηνού, του οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικτερικός]], [[ικτεριώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικτερίας]], [[ικτερίτης]], [[ικτερόεις]], [[ικτερούμαι]], [[ικτερώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ικτερογόνος]]].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴκτερος]])<br /><b>ιατρ.</b> παθολογικό [[σύμπτωμα]] που χαρακτηρίζεται από κίτρινη [[χρώση]] του δέρματος και τών βλεννογόνων, κν. [[χρυσή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] πτηνού με χρυσοκίτρινο [[χρώμα]] το οποίο πέθαινε όταν το κοιτούσε όποιος έπασχε από ίκτερο, ενώ αυτός θεραπευόταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i><br />η [[σύνδεση]] της λ. με [[ἴκτις]], <i>ἰκτίνος</i> οδηγεί σε πιθ. [[αναγωγή]] της λ. σε [[ρίζα]] <i>ικτ</i>- με σημ. «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]». Ο τ. <i>ἴκτ</i>-<i>ερος</i> εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ερο</i>-, το οποίο μαρτυρείται και σε άλλα ονόματα ασθενειών ([[πρβλ]]. [[ὕδερος]], [[χολέρα]]). Η λ. χρησιμοποιούνταν [[κυρίως]] στον πληθ. με τη σημ. της νόσου, ήταν όμως και [[ονομασία]] πτηνού, του οποίου η θέα θεωρούνταν ότι θεραπεύει τον πάσχοντα από ίκτερο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικτερικός]], [[ικτεριώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικτερίας]], [[ικτερίτης]], [[ικτερόεις]], [[ικτερούμαι]], [[ικτερώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ικτερογόνος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴκτερος:''' ὁ [[желтуха]] Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym