ὀλοός: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> funeste, pernicieux;<br /><b>2</b> perdu, détruit;<br /><i>Cp.</i> ὀλοώτερος, <i>Sp.</i> ὀλοώτατος, <i>avec désin. commune au masc. et au fém.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> funeste, pernicieux;<br /><b>2</b> perdu, détruit;<br /><i>Cp.</i> ὀλοώτερος, <i>Sp.</i> ὀλοώτατος, <i>avec désin. commune au masc. et au fém.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοός:''' эп. [[ὀλοιός]] 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[несущий гибель]], [[губительный]] ([[Κήρ]], [[Ἀχιλλεύς]], [[πόλεμος]], μάχης [[πόνος]], [[πῦρ]], Hom.): ὀλοὰ φρονεῖν Hom. замышлять гибель;<br /><b class="num">2)</b> [[убийственный]], [[ужасный]], [[страшный]] ([[γόος]], [[μῆνις]], [[φόβος]], [[νύξ]], [[ὀδμή]] Hom.; τύχαι, [[νιφάς]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[погибший]] (ὀλοὸν ἀπολείπειν τινά Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλοός:''' -ή, -όν ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιφέρει [[καταστροφή]], [[καταστροφικός]], [[μοιραίος]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[δολοφονικός]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>ὀλοὰ φρονεῖν</i>, [[σχεδιάζω]] [[κακά]], [[μηχανεύομαι]] συμφορές, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>ὀλοώτερος</i>, στο ίδ.· υπερθ. <i>ὀλοώτατος</i> (χρησιμ. ως θηλ.), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], κατεστραμμένος, [[χαμένος]], αφανισμένος, [[νεκρός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀλοός:''' -ή, -όν ([[ὄλλυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιφέρει [[καταστροφή]], [[καταστροφικός]], [[μοιραίος]], [[θανατηφόρος]], [[ολέθριος]], [[δολοφονικός]], σε Όμηρ., Ησίοδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>ὀλοὰ φρονεῖν</i>, [[σχεδιάζω]] [[κακά]], [[μηχανεύομαι]] συμφορές, σε Ομήρ. Ιλ.· συγκρ. <i>ὀλοώτερος</i>, στο ίδ.· υπερθ. <i>ὀλοώτατος</i> (χρησιμ. ως θηλ.), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με Παθ. [[σημασία]], κατεστραμμένος, [[χαμένος]], αφανισμένος, [[νεκρός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλοός:''' эп. [[ὀλοιός]] 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[несущий гибель]], [[губительный]] ([[Κήρ]], [[Ἀχιλλεύς]], [[πόλεμος]], μάχης [[πόνος]], [[πῦρ]], Hom.): ὀλοὰ φρονεῖν Hom. замышлять гибель;<br /><b class="num">2)</b> [[убийственный]], [[ужасный]], [[страшный]] ([[γόος]], [[μῆνις]], [[φόβος]], [[νύξ]], [[ὀδμή]] Hom.; τύχαι, [[νιφάς]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[погибший]] (ὀλοὸν ἀπολείπειν τινά Aesch.).
}}
}}
{{etym
{{etym