3,277,048
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίτης]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπλίτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπλῑτικός:''' [[гоплитский]] ([[ὅπλα]], [[θώραξ]] Plat.; τάξεις Xen.): ὁπλιτικὴ [[μάχη]] Plat. бой гоплитов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁπλῑτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του να χειρίζεται [[κάποιος]] [[βαρέα]] όπλα, η [[τέχνη]] του στρατιώτη, σε Πλάτ.· <i>τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε αντίθ. προς το [[ἄνοπλος]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, [[σώμα]] οπλιτών, = <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ὁπλῑτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του να χειρίζεται [[κάποιος]] [[βαρέα]] όπλα, η [[τέχνη]] του στρατιώτη, σε Πλάτ.· <i>τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[οπλίτης]], ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε αντίθ. προς το [[ἄνοπλος]], σε Αριστ.· <i>τὸ ὁπλιτικόν</i>, [[σώμα]] οπλιτών, = <i>οἱ ὁπλῖται</i>, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὁπλῑτικός, ή, όν [from ὁπλῑ́της]<br /><b class="num">I.</b> of or for a man-at-[[arms]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of using [[heavy]] [[arms]], the [[soldier]]'s art, Plat.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν to [[serve]] as a man-at-[[arms]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> of persons, fit for [[service]], opp. to [[ἄνοπλος]], Arist.:— τὸ ὁπλιτικόν the [[soldiery]], = οἱ ὁπλῖται, Thuc., Xen. | |mdlsjtxt=ὁπλῑτικός, ή, όν [from ὁπλῑ́της]<br /><b class="num">I.</b> of or for a man-at-[[arms]], Plat., Xen.<br /><b class="num">2.</b> ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of using [[heavy]] [[arms]], the [[soldier]]'s art, Plat.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν to [[serve]] as a man-at-[[arms]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> of persons, fit for [[service]], opp. to [[ἄνοπλος]], Arist.:— τὸ ὁπλιτικόν the [[soldiery]], = οἱ ὁπλῖται, Thuc., Xen. | ||
}} | }} |