ὠφελέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὠφέλουν, <i>f.</i> ὠφελήσω, <i>ao.</i> ὠφέλησα, <i>pf.</i> ὠφέληκα;<br /><i>Pass. f.</i> ὠφεληθήσομαι, <i>ao.</i> ὠφελήθην, <i>pf.</i> ὠφέλημαι, <i>pqp.</i> ὠφελήμην;<br />secourir, assister, aider ; être utile : τινά, <i>rar.</i> τινί, à qqn ; [[τι]], en qch ; ὠφ. τινά [[τι]], être utile à qqn en qch ; [[οὐδέν]] τινα, n’être utile en rien à qqn ; <i>au part. prés.</i> employé subst. : οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν SOPH nul n’apparaissait pour m'aider à satisfaire ce désir;<br /><i>Pass. (f.</i> ὠφεληθήσομαι <i>ou</i> ὠφελήσομαι) être aidé, assisté, secouru : [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος, par qqn ; ἔκ τινος, tirer parti de qqn <i>ou</i> de qch, retirer un profit <i>ou</i> un avantage de qch ; avec un part. : ὠφελοῦμαι [[ἰδών]] THC je profite de ce que j’ai vu ; avec un adj. <i>ou</i> un pron. neutre : [[μεγάλα]] ὠφελεῖσθαι PLUT retirer de grands avantages ; οὐδὲν ὠφελεῖσθαι SOPH ne retirer aucun avantage ; <i>en mauv. part</i> δι’ ἁρπαγῆς ὠφελεῖσθαι PLUT s'enrichir par le pillage.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφελος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ὠφέλουν, <i>f.</i> ὠφελήσω, <i>ao.</i> ὠφέλησα, <i>pf.</i> ὠφέληκα;<br /><i>Pass. f.</i> ὠφεληθήσομαι, <i>ao.</i> ὠφελήθην, <i>pf.</i> ὠφέλημαι, <i>pqp.</i> ὠφελήμην;<br />secourir, assister, aider ; être utile : τινά, <i>rar.</i> τινί, à qqn ; [[τι]], en qch ; ὠφ. τινά [[τι]], être utile à qqn en qch ; [[οὐδέν]] τινα, n’être utile en rien à qqn ; <i>au part. prés.</i> employé subst. : οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν SOPH nul n’apparaissait pour m'aider à satisfaire ce désir;<br /><i>Pass. (f.</i> ὠφεληθήσομαι <i>ou</i> ὠφελήσομαι) être aidé, assisté, secouru : [[πρός]] τινος, [[παρά]] τινος, par qqn ; ἔκ τινος, tirer parti de qqn <i>ou</i> de qch, retirer un profit <i>ou</i> un avantage de qch ; avec un part. : ὠφελοῦμαι [[ἰδών]] THC je profite de ce que j’ai vu ; avec un adj. <i>ou</i> un pron. neutre : [[μεγάλα]] ὠφελεῖσθαι PLUT retirer de grands avantages ; οὐδὲν ὠφελεῖσθαι SOPH ne retirer aucun avantage ; <i>en mauv. part</i> δι’ ἁρπαγῆς ὠφελεῖσθαι PLUT s'enrichir par le pillage.<br />'''Étymologie:''' [[ὄφελος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠφελέω:''' (fut. pass. ὠφελήσομαι и ὠφεληθήσομαι) оказывать помощь, помогать, приносить пользу, pass. получать помощь, извлекать пользу: ὠ. τινα и τινι Thuc., Xen., Trag., Arph., Arst. оказывать помощь, быть полезным кому-л.; ὠ. τι, εἴς и πρός τι Thuc., Xen., Plat. помогать, приносить пользу в чем-л.; οὐδὲν ὠφελούμενος Soph. без всякой для себя пользы; οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν Soph. никто не явился, чтобы помочь (мне) в этом стремлении; ὠφέλειαν ὠ. τὸ [[κοινόν]] Plat. приносить пользу общему делу; ὠφελεῖσθαι πρός, [[παρά]], [[ἀπό]], ἔκ и [[ὑπό]] τινος Her., Thuc., Xen., Plat. etc. получать помощь от кого(чего)-л., пользоваться чьими-л. услугами, извлекать из кого(чего)-л. пользу (выгоду); ὅ τις ἂν ἰδὼν ὠφεληθείη Thuc. нечто, чем мог бы воспользоваться тот, кто увидел бы (это); (ἡ [[χώρα]]), δι᾽ ἣν ἡ Ἀττικὴ ὠφελεῖται Thuc. страна, из которой Аттика извлекает выгоды.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠφέλησα</i>, παρακ. <i>-ηκα</i>, υπερσ. <i>ὠφελήκη</i>· Παθ. μέλ. <i>ὠφεληθήσομαι</i> και μέλ. Μέσ. στην Παθ. [[φωνή]], με Παθ. [[σημασία]], <i>ὠφελήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ὠφελήθην</i>, παρακ. <i>ὠφέλημαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ὠφέλητο</i> ([[ὄφελος]]).<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]], [[συντρέχω]], συνδράμω,<br /><b class="num">1.</b> απόλ., είμαι [[χρήσιμος]] ή [[ωφέλιμος]] σε κάποιον· <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν ὠφελεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι [[ωφέλιμος]] σε κάποιον, τον [[ωφελώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὠφελῶ τινα ἔς τι</i>, [[ωφελώ]] κάποιον σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σπανιότερα, στους ποιητές [[κυρίως]], με δοτ. προσ., όπως το Λατ. [[prodesse]], σε Τραγ., Αντιφ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[μία]] [[περίπτωση]] συντάσσεται με γεν., <i>οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν</i>, [[κανένας]] δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την [[επιθυμία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με σύστ. αιτ., <i>ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα</i>, [[παρέχω]] σε κάποιον [[βοήθεια]], σε Πλάτ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] με ουδ. επιθ., [[οὐδέν]] τινα ὠφελῶ, δεν [[παρέχω]] καμία [[βοήθεια]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πολλά]], [[πλέον]], <i>πλεῖστον</i>, ὡς [[πλεῖστα]], <i>ὠφελῶ τινα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., βοηθούμαι, [[δηλαδή]] [[λαμβάνω]] [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] ή [[προστασία]], [[κερδίζω]] όφελος ή πλεονεκτήματα· [[πρός]] τινος, από [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· [[ὑπό]] ή [[παρά]] τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι [[ἰδών]], ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., <i>οὐδὲν ὠφελουμένη</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὠφελέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠφέλησα</i>, παρακ. <i>-ηκα</i>, υπερσ. <i>ὠφελήκη</i>· Παθ. μέλ. <i>ὠφεληθήσομαι</i> και μέλ. Μέσ. στην Παθ. [[φωνή]], με Παθ. [[σημασία]], <i>ὠφελήσομαι</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ὠφελήθην</i>, παρακ. <i>ὠφέλημαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ὠφέλητο</i> ([[ὄφελος]]).<br /><b class="num">I.</b> [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]], [[συντρέχω]], συνδράμω,<br /><b class="num">1.</b> απόλ., είμαι [[χρήσιμος]] ή [[ωφέλιμος]] σε κάποιον· <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα</i>, σε Αισχύλ.· <i>οὐδὲν ὠφελεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[κυρίως]] με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι [[ωφέλιμος]] σε κάποιον, τον [[ωφελώ]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· <i>ὠφελῶ τινα ἔς τι</i>, [[ωφελώ]] κάποιον σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> σπανιότερα, στους ποιητές [[κυρίως]], με δοτ. προσ., όπως το Λατ. [[prodesse]], σε Τραγ., Αντιφ.<br /><b class="num">4.</b> σε [[μία]] [[περίπτωση]] συντάσσεται με γεν., <i>οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν</i>, [[κανένας]] δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την [[επιθυμία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">5.</b> με σύστ. αιτ., <i>ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα</i>, [[παρέχω]] σε κάποιον [[βοήθεια]], σε Πλάτ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]] με ουδ. επιθ., [[οὐδέν]] τινα ὠφελῶ, δεν [[παρέχω]] καμία [[βοήθεια]] σε κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πολλά]], [[πλέον]], <i>πλεῖστον</i>, ὡς [[πλεῖστα]], <i>ὠφελῶ τινα</i>, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., βοηθούμαι, [[δηλαδή]] [[λαμβάνω]] [[βοήθεια]], [[συνδρομή]] ή [[προστασία]], [[κερδίζω]] όφελος ή πλεονεκτήματα· [[πρός]] τινος, από [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· [[ὑπό]] ή [[παρά]] τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι [[ἰδών]], ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., <i>οὐδὲν ὠφελουμένη</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠφελέω:''' (fut. pass. ὠφελήσομαι и ὠφεληθήσομαι) оказывать помощь, помогать, приносить пользу, pass. получать помощь, извлекать пользу: ὠ. τινα и τινι Thuc., Xen., Trag., Arph., Arst. оказывать помощь, быть полезным кому-л.; ὠ. τι, εἴς и πρός τι Thuc., Xen., Plat. помогать, приносить пользу в чем-л.; οὐδὲν ὠφελούμενος Soph. без всякой для себя пользы; οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν Soph. никто не явился, чтобы помочь (мне) в этом стремлении; ὠφέλειαν ὠ. τὸ [[κοινόν]] Plat. приносить пользу общему делу; ὠφελεῖσθαι πρός, [[παρά]], [[ἀπό]], ἔκ и [[ὑπό]] τινος Her., Thuc., Xen., Plat. etc. получать помощь от кого(чего)-л., пользоваться чьими-л. услугами, извлекать из кого(чего)-л. пользу (выгоду); ὅ τις ἂν ἰδὼν ὠφεληθείη Thuc. нечто, чем мог бы воспользоваться тот, кто увидел бы (это); (ἡ [[χώρα]]), δι᾽ ἣν ἡ Ἀττικὴ ὠφελεῖται Thuc. страна, из которой Аттика извлекает выгоды.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj