ῥεῖθρον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> courant d’un fleuve ; <i>particul.</i> petit fleuve;<br /><b>2</b> lit d’un fleuve;<br /><b>3</b> flots de sang.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ῥέεθρον]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> courant d’un fleuve ; <i>particul.</i> petit fleuve;<br /><b>2</b> lit d’un fleuve;<br /><b>3</b> flots de sang.<br />'''Étymologie:''' contr. de [[ῥέεθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥεῖθρον:''' эп.-ион. [[ῥέεθρον]] τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[течение]], [[поток]], [[струя]] (ποταμοῖο ῥέεθρα Hom.; ῥ. Στρυμόνος Aesch.): παρθενόσφαγα ῥεῖθρα Aesch. потоки крови заколотой девы (Ифигении);<br /><b class="num">2)</b> [[речка]], [[ручей]] Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[русло]] (ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων, sc. ὁ [[ποταμός]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥεῖθρον:''' τό, Αττ. συνηρ. από το Ιων. και Επικ. [[ῥέεθρον]] ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που ρέει, το [[ποτάμι]], το υδάτινο [[ρεύμα]], [[κυρίως]] σε πληθ., <i>ποταμοῖο ῥέεθρα</i> (<i>ῥεῖθρα</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· Στυγὸς [[ὕδατος]] αἰπὰ ῥεῖθρα, ρυάκια αίματος, σε Αισχύλ.· σε ενικ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοίτη]] ή [[κανάλι]] ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ῥεῖθρον:''' τό, Αττ. συνηρ. από το Ιων. και Επικ. [[ῥέεθρον]] ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που ρέει, το [[ποτάμι]], το υδάτινο [[ρεύμα]], [[κυρίως]] σε πληθ., <i>ποταμοῖο ῥέεθρα</i> (<i>ῥεῖθρα</i>), σε Ομήρ. Ιλ.· Στυγὸς [[ὕδατος]] αἰπὰ ῥεῖθρα, ρυάκια αίματος, σε Αισχύλ.· σε ενικ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[κοίτη]] ή [[κανάλι]] ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥεῖθρον:''' эп.-ион. [[ῥέεθρον]] τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[течение]], [[поток]], [[струя]] (ποταμοῖο ῥέεθρα Hom.; ῥ. Στρυμόνος Aesch.): παρθενόσφαγα ῥεῖθρα Aesch. потоки крови заколотой девы (Ифигении);<br /><b class="num">2)</b> [[речка]], [[ручей]] Polyb.;<br /><b class="num">3)</b> [[русло]] (ἐκτραπόμενος ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥεέθρων, sc. ὁ [[ποταμός]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj