ῥάχις: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος, <i>att.</i> εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épine dorsale ; <i>p. ext.</i> dos, échine (d’un sanglier);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> crête de montagne.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Rücken.
|btext=ιος, <i>att.</i> εως (ἡ) :<br /><b>1</b> épine dorsale ; <i>p. ext.</i> dos, échine (d’un sanglier);<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> crête de montagne.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>all.</i> Rücken.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥάχις:''' εως, ион. ιος (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хребет]], [[спина]] (συός Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[позвоночный столб]], [[позвоночник]] Arst.: ὑπὸ ῥάχιν [[παγείς]] Aesch. посаженный на кол;<br /><b class="num">3)</b> [[горный хребет]], [[гребень]] (ὄρεος Her.; ὀργάδος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥάχις:''' [ᾰ], -ιος, Αττ. -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το χαμηλότερο [[μέρος]] της ράχης· η σπονδυλική [[στήλη]] σφάγιου μαζί με το [[κρέας]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., σπονδυλική [[στήλη]] ή ραχοκοκκαλιά· <i>ὑπὸ ῥάχιν παγέντες</i>, σουβλισμένοι, παλουκωμένοι, ανασκολοπισμένοι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] ραχοκοκκαλιάς, [[ράχη]] όρους, [[οροσειρά]], ορεινή [[πτύχωση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ῥάχις:''' [ᾰ], -ιος, Αττ. -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> το χαμηλότερο [[μέρος]] της ράχης· η σπονδυλική [[στήλη]] σφάγιου μαζί με το [[κρέας]] της, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταγεν., σπονδυλική [[στήλη]] ή ραχοκοκκαλιά· <i>ὑπὸ ῥάχιν παγέντες</i>, σουβλισμένοι, παλουκωμένοι, ανασκολοπισμένοι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε έχει [[σχήμα]] ραχοκοκκαλιάς, [[ράχη]] όρους, [[οροσειρά]], ορεινή [[πτύχωση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥάχις:''' εως, ион. ιος (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[хребет]], [[спина]] (συός Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[позвоночный столб]], [[позвоночник]] Arst.: ὑπὸ ῥάχιν [[παγείς]] Aesch. посаженный на кол;<br /><b class="num">3)</b> [[горный хребет]], [[гребень]] (ὄρεος Her.; ὀργάδος Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym