ἀναστομωτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nastomwtiko/s
|Beta Code=a)nastomwtiko/s
|Definition=ή, όν, = [[ἀναστομωτήριος]] ([[proper for opening]]), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.
|Definition=ή, όν, = [[ἀναστομωτήριος]] ([[proper for opening]]), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[apropiado para abrir los conductos]], [[dilatador]], [[anastomótico]], [[δύναμις]] Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[apropiado para abrir los conductos]], [[dilatador]], [[anastomótico]], [[δύναμις]] Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.
}}
}}