ποτητός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui vole ; τὰ ποτητά OD les volatiles, les oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]].
|btext=ή, όν :<br />qui vole ; τὰ ποτητά OD les volatiles, les oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ποτάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποτητός''': -ή, -όν, ([[ποτάομαι]]) ὁ πετόμενος, [[πτερωτός]]· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62.
|elnltext=ποτητός --όν [ποτάομαι] vliegend; subst. vogel. Od. 12.62 ( plur. ).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 28:
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ποτητός:''' -ή, -όν ([[ποτάομαι]]), ιπτάμενος, [[φτερωτός]]· <i>ποτητά</i>, <i>τά</i>, πτηνά, πουλιά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ποτητός --όν [ποτάομαι] vliegend; subst. vogel. Od. 12.62 ( plur. ).
|lstext='''ποτητός''': -ή, -όν, ([[ποτάομαι]]) ὁ πετόμενος, [[πτερωτός]]· ποτητά, τά, πτηνά, κοινῶς, «πετούμενα», σχηματισθὲν κατὰ τὸ δακετά, ἑρπετά, Ὀδ. Μ. 62.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποτητός]], ή, όν [[ποτάομαι]]<br />[[flying]], [[winged]]: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.
|mdlsjtxt=[[ποτητός]], ή, όν [[ποτάομαι]]<br />[[flying]], [[winged]]: ποτητά, τά, fowls, birds, Od.
}}
}}