κιρσός: Difference between revisions

No change in size ,  6 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1442.png Seite 1442]] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch [[κρισσός]], dor. [[κριξός]], Medic.; vgl. Poll. 4, 196.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1442.png Seite 1442]] ὁ, Erweiterung eines Blutgefäßes, Aderbruch, bes. an den Hüften, Schenkeln u. übh. am Unterleibe, att. auch [[κρισσός]], dor. [[κριξός]], Medic.; vgl. Poll. 4, 196.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κιρσός''': , ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
|elnltext=κιρσός -οῦ, geneesk. spatader.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
|mltxt=ο (Α [[κιρσός]]) μόνιμη παθολογική [[διεύρυνση]] μιας φλέβας που εμφανίζεται συχνότερα στα [[κάτω]] [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με [[κίρκος]], [[κρίκος]], λόγω του σχήματος τών κιρσών, [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kir</i>-<i>k</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]» και ο [[αρχικός]] τ. θα ήταν <i>κιρκ</i>-<i>y</i>-<i>ός</i>. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, συνδέεται με [[κιρρός]] «[[κιτρινωπός]]», λόγω του χρώματος ορισμένου είδους κιρσών.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κίρσιον]], [[κιρσώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κιρσοειδής]], [[κιρσοκήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κιρσοτομώ]], [[κιρσουλκός]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κιρσός -οῦ, ὁ geneesk. spatader.
|lstext='''κιρσός''': ὁ, ἀνευρυσμὸς ἢ [[οἴδημα]] φλεβός, [[διάρρηξις]], λατ. varix, ἰδίως περὶ τὰς κνήμας, τὸ ἐπιγάστριον, τοὺς μηρούς, κτλ., τὸ αὐτὸ καὶ [[ἰξία]] ΙΙΙ, Ἱππ. Ἀφ. 1257, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[κρισσός]], [[κριξός]], Πολυδ. Δ΄, 196, Ἡσύχ. ἐν λέξ.
}}
}}
{{etym
{{etym