κύβιτον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] τό, der Ellenbogen, cubitus, Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] τό, der Ellenbogen, cubitus, Hippocr. u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύβῐτον''': ῠ, τό, ὁ [[ἀγκών]], τὸ [[ὠλέκρανον]], Λατ. cubitum, Ἱππ. 410. 35 κἑξ., κατὰ τὸν Πολυδ. Βϳ, 141 καὶ Ροῦφον, λέξ. Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ Ἀττ. [[ὠλέκρανον]]· ὁ δὲ Φώτ. ἔχει κύβηττον ἐκ τοῦ Ἐπιχ. (ἂν καὶ πλανᾶται καλῶν αὐτὸ Ἰων.)· ὁ Ροῦφος [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[ῥῆμα]] κυβιτίζω ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ.
|elnltext=κύβιτον, τό [Lat. cubitum] elleboog.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῦσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῦσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κύβιτον, τό [Lat. cubitum] elleboog.
|lstext='''κύβῐτον''': ῠ, τό, ὁ [[ἀγκών]], τὸ [[ὠλέκρανον]], Λατ. cubitum, Ἱππ. 410. 35 κἑξ., κατὰ τὸν Πολυδ. Βϳ, 141 καὶ Ροῦφον, λέξ. Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ Ἀττ. [[ὠλέκρανον]]· ὁ δὲ Φώτ. ἔχει κύβηττον ἐκ τοῦ Ἐπιχ. (ἂν καὶ πλανᾶται καλῶν αὐτὸ Ἰων.)· ὁ Ροῦφος [[ὡσαύτως]] μνημονεύει [[ῥῆμα]] κυβιτίζω ἐκ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ.
}}
}}
{{etym
{{etym