δαῦκος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] ὁ, Pastinake, Theophr. – Aber Nic. Th. 94 ([[varia lectio|v.l.]] δαῦχμος) wie Al. 199 scheint es eine Art Lorbeer, vielleicht δαύχνη, vgl. [[ἀρχιδαυχνοφορέω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0524.png Seite 524]] ὁ, Pastinake, Theophr. – Aber Nic. Th. 94 ([[varia lectio|v.l.]] δαῦχμος) wie Al. 199 scheint es eine Art Lorbeer, vielleicht δαύχνη, vgl. [[ἀρχιδαυχνοφορέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δαῦκος''': , [[εἶδος]] φυτοῦ, «δαυκί», φυόμενον ἐν Κρήτῃ, ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Athamanta Cretensis, Ἱππ. Ὀξ. Ν. 387, Διοσκ. 3. 83· [[ὡσαύτως]], δαῦκον, τό, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 5· δαύκειον, τό, Νίκ. Θ. 858.
|elnltext=δαῦκος -ου, athamanta cretensis ( geneesk. plant).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] ([[πρβλ]]. και τη [[γλώσσα]] «<i>δαυχμόν</i>» — εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης). Οπωσδήποτε, η [[σύνδεση]] του <i>δαύχος</i> με το [[δαίω]] [[είναι]] πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι ο τ. [[καύκον]] (=[[καυκαλίς]]) αποτελεί μεταπλασμό του [[δαύκος]] [[κατά]] το [[καίω]].
|mltxt=ο (AM δαῡκος)<br /><b>1.</b> [[γένος]] σκιαδανθών με κυριότερο [[είδος]] το [[καρότο]], ο [[δαύκος]] το [[καρωτόν]]<br /><b>2.</b> ο [[υπόγειος]] [[βλαστός]] του φυτού, το [[καρότο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαρμακευτικό [[φυτό]] της Κρήτης, [[δαυκί]]<br /><b>2.</b> το άγριο [[καρότο]], ο [[σταφυλίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[φυτό]] το οποίο συνδέθηκε με θ. <i>δaF</i>- του [[δαίω]] «[[καίω]]», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις [[δαύκος]] και <i>δαυκμός</i> αναφέρει: «[[Πλούταρχος]] πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης [[εἶναι]], τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως [[ἰδίωμα]] δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το [[φυτό]] παρήγαγε μια κολλώδη [[ουσία]] σαν το [[ρετσίνι]], που καιγόταν με καθαρή [[φλόγα]] ([[πρβλ]]. και τη [[γλώσσα]] «<i>δαυχμόν</i>» — εύκαυστον [[ξύλον]] δάφνης). Οπωσδήποτε, η [[σύνδεση]] του <i>δαύχος</i> με το [[δαίω]] [[είναι]] πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε [[παρετυμολογία]]. Υποστηρίχτηκε [[τέλος]] ότι ο τ. [[καύκον]] (=[[καυκαλίς]]) αποτελεί μεταπλασμό του [[δαύκος]] [[κατά]] το [[καίω]].
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=δαῦκος -ου, ὁ athamanta cretensis ( geneesk. plant).
|lstext='''δαῦκος''': ὁ, [[εἶδος]] φυτοῦ, «δαυκί», φυόμενον ἐν Κρήτῃ, ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Athamanta Cretensis, Ἱππ. Ὀξ. Ν. 387, Διοσκ. 3. 83· [[ὡσαύτως]], δαῦκον, τό, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 5· δαύκειον, τό, Νίκ. Θ. 858.
}}
}}
{{etym
{{etym