σφαδάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''σφᾰδάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[метаться]], [[корчиться]], [[биться]] ([[βοᾶν]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[взвиваться]], [[становиться на дыбы]] Trag., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[гореть нетерпением]], [[рваться]] (ἐπὶ τὴν μάχην, πρὸς τὸν ἀγῶνα Plut.): σ. πρὸς [[δόξαν]] Plut. жадно стремиться к славе; [[ὑπὲρ]] τῶν ἐν Μεσσήνῃ κτημάτων καὶ προσόδων σ. Plut. стремиться овладеть богатствами и доходами Мессены.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰδάζω''': κινοῦμαι σπασμωδῶς, κτυπῶ τοὺς πόδας μου, [[ἀγωνίζομαι]], ἀνθίσταμαι, κοινῶς «σφαράσσω», ἐπὶ ἵππων [[μήπω]] δαμασθέντων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 194· εἰκὸς σφαδάζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 3, πρβλ. 1009· σὺ δὲ σφ., [[πῶλος]] ὣς εὐφορβίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 727· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀγωνίζομαι]] σπασμωδῶς, [[πάσχω]] ἐκ σπασμῶν, Ἱππ. 606. 17· ἀποθνήσκων, Πλουτ. Ἀντών. 76· [[οὕτως]] ἐπὶ τετρωμένων ἵππων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· σπαρταρῶ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, Πολύβ. 31. 3, 5, Ἀθήν. 283C, πρβλ. [[ἀσφάδαστος]]. 2) σπασμωδῶς κινοῦμαι, δεικνύω ἀνυπομονησίαν, Πλούτ. 2. 10C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.), 550E· ἐπὶ τὴν μάχην ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 42· πρὸς τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 6· πρὸς δόξαν ὁ αὐτ. 2. 1100A· [[ὑπὲρ]] κτημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 35. - Ὁ Ἡρῳδιαν. ἐν τῷ περὶ μον. λέξ. σ. 23 γράφει σφαδᾴζω, καὶ θεωρεῖ αὐτὸ συνῃρ. ἐκ τοῦ σφαδαΐζω, πρβλ. [[σφαδασμός]], καὶ ἴδε ματάζω, [[τεράζω]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΠΑ, σπάω, σπασμός, σπαίρω, τὸ δὲ π ἐδασύνθη [[μετὰ]] τὸ σ, ὡς ἐν τοῖς [[σφριγάω]] [[σπαργάω]], σφονδὺλη [[σπονδύλη]], σφυρὰς [[σπυράς]], σφυρὶς [[σπυρίς]]· - ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαδάζει· βράζει, δυσθανατεῖ, χαλεπῶς φέρει, διασπᾶται, ἀγανακτεῖ, δυσφορεῖ, ἀτακτεῖ, [[μετὰ]] χολῆς ὀργίζεται, καὶ [[μετὰ]] χόλου πολλοῦ, ἢ [[μετὰ]] σπασμοῦ πηδᾷ, μαίνεται, σπεύδει, διασείει, θυμοῦται, ταράττεται ὑπὸ τραύματος ζέοντος».
|lstext='''σφᾰδάζω''': κινοῦμαι σπασμωδῶς, κτυπῶ τοὺς πόδας μου, [[ἀγωνίζομαι]], ἀνθίσταμαι, κοινῶς «σφαράσσω», ἐπὶ ἵππων [[μήπω]] δαμασθέντων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 194· εἰκὸς σφαδάζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 3, πρβλ. 1009· σὺ δὲ σφ., [[πῶλος]] ὣς εὐφορβίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 727· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀγωνίζομαι]] σπασμωδῶς, [[πάσχω]] ἐκ σπασμῶν, Ἱππ. 606. 17· ἀποθνήσκων, Πλουτ. Ἀντών. 76· [[οὕτως]] ἐπὶ τετρωμένων ἵππων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· σπαρταρῶ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, Πολύβ. 31. 3, 5, Ἀθήν. 283C, πρβλ. [[ἀσφάδαστος]]. 2) σπασμωδῶς κινοῦμαι, δεικνύω ἀνυπομονησίαν, Πλούτ. 2. 10C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.), 550E· ἐπὶ τὴν μάχην ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 42· πρὸς τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 6· πρὸς δόξαν ὁ αὐτ. 2. 1100A· [[ὑπὲρ]] κτημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 35. - Ὁ Ἡρῳδιαν. ἐν τῷ περὶ μον. λέξ. σ. 23 γράφει σφαδᾴζω, καὶ θεωρεῖ αὐτὸ συνῃρ. ἐκ τοῦ σφαδαΐζω, πρβλ. [[σφαδασμός]], καὶ ἴδε ματάζω, [[τεράζω]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΠΑ, σπάω, σπασμός, σπαίρω, τὸ δὲ π ἐδασύνθη [[μετὰ]] τὸ σ, ὡς ἐν τοῖς [[σφριγάω]] [[σπαργάω]], σφονδὺλη [[σπονδύλη]], σφυρὰς [[σπυράς]], σφυρὶς [[σπυρίς]]· - ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαδάζει· βράζει, δυσθανατεῖ, χαλεπῶς φέρει, διασπᾶται, ἀγανακτεῖ, δυσφορεῖ, ἀτακτεῖ, [[μετὰ]] χολῆς ὀργίζεται, καὶ [[μετὰ]] χόλου πολλοῦ, ἢ [[μετὰ]] σπασμοῦ πηδᾷ, μαίνεται, σπεύδει, διασείει, θυμοῦται, ταράττεται ὑπὸ τραύματος ζέοντος».
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰδάζω:''' ή [[σφαδᾴζω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]], [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀσφάδαστος]].<br /><b class="num">2.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[επιδεικνύω]] [[ανυπομονησία]], [[λαχταρώ]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σφᾰδάζω:''' ή [[σφαδᾴζω]], μόνο σε ενεστ. και παρατ.<br /><b class="num">1.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]], [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]], λέγεται για άλογα, σε Αισχύλ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀσφάδαστος]].<br /><b class="num">2.</b> κινούμαι σπασμωδικά, [[επιδεικνύω]] [[ανυπομονησία]], [[λαχταρώ]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφᾰδάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[метаться]], [[корчиться]], [[биться]] ([[βοᾶν]] καὶ σ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[взвиваться]], [[становиться на дыбы]] Trag., Xen.;<br /><b class="num">3)</b> [[гореть нетерпением]], [[рваться]] (ἐπὶ τὴν μάχην, πρὸς τὸν ἀγῶνα Plut.): σ. πρὸς [[δόξαν]] Plut. жадно стремиться к славе; [[ὑπὲρ]] τῶν ἐν Μεσσήνῃ κτημάτων καὶ προσόδων σ. Plut. стремиться овладеть богатствами и доходами Мессены.
}}
}}
{{etym
{{etym