3,277,301
edits
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)]. | |mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμβολεὺς''': [[σχοινίων]], ὁ, «[[σχοινίων]] δὲ συμβολεῖς οἱ ψιαθοπλόκοι» Γρηγ. Κορίνθ. 551. 2) «ἁλιευτικὸν [[σκεῦος]], περὶ ὃ τὰ λίνα πλέκουσιν» Ἡσύχ. ΙΙ. σ. φίλων, ὁ ἐγείρων φίλους εἰς ἔχθραν, Φρύνιχ. ἐν Α. Β. 62, 1, [[ἔνθα]] «[[συμβολεὺς]] τῶν φίλων: κατὰ τῶν τοὺς φίλους εἰς ἔχθραν συμβαλλομένων». ΙΙΙ. γλώττης συμβολεύς, [[ἑρμηνευτής]], διερμηνεύς, Πολυδ. Ε΄, 154. | |||
}} | }} |