3,254,072
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4") |
||
Line 37: | Line 37: | ||
|woodrun=[[chattering]] | |woodrun=[[chattering]] | ||
}} | }} | ||
= | {{wkpel | ||
Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ. | |wkeltx=Ο όρος γλωσσαλγία (γλώσσα+άλγος) υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Μεταφορικά σημαίνει «φλυαρία» (η αρχαία ελληνική σημασία του). Γλώσσαλγος σημαίνει «ο υπερβολικά φλύαρος». Κατά την Ιατρική είναι παθολογικό φαινόμενο, αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ. | ||
}} | |||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl | |trtx=Bulgarian: бъбривост; Catalan: loquacitat; Danish: snaksomhed; Dutch: [[spraakzaamheid]]; Esperanto: parolemo; Finnish: puheliaisuus; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ლაპარაკის მოყვარული; German: [[Geschwätzigkeit]], [[Gesprächigkeit]], [[Redseligkeit]], [[Schwatzhaftigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]], [[αδολεσχία]], [[ομιλητικότητα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Icelandic: málgleði, skrafhreifni; Irish: foclaíocht, aighneas; Italian: [[parlantina]], [[loquacità]], [[loquela]], [[chiacchiera]], [[verbosità]]; Latin: [[loquacitas]], [[garrulitas]]; Latvian: runīgums, runība, pļāpība, pļāpīgums, valodība, valodīgums; Malayalam: വാചാലം, വാചാലത; Polish: gadatliwość; Portuguese: [[loquacidade]]; Russian: [[болтливость]], [[говорливость]], [[разговорчивость]], [[словоохотливость]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бр̏бљаво̄ст, бр̀бљиво̄ст, прѝчљиво̄ст, гово̀рљиво̄ст; Roman: bȑbljavōst, br̀bljivōst, prìčljivōst, govòrljivōst; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]]; Telugu: మాటకారినతము, వాచాలత; Turkish: konuşkanlık; Volapük: spikotäl | ||
}} | }} |