μεταλαβαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μεταλαμβάνω]] (ΑM [[μεταλαμβάνω]], Μ και [[μεταλαβαίνω]]) [[λαβαίνω]]/ [[λαμβάνω]]]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] την Αγία Μετάληψη, [[κοινωνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιερέα) [[δίνω]] σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, [[κοινωνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[καλώ]] με απεσταλμένο μου ιερέα για να κοινωνήσει ετοιμοθάνατο («ευτυχώς που προλάβαμε και τον μεταλάβαμε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (και μέσ.) <i>μεταλαμβάνομαι</i><br />[[λαμβάνω]] την Αγία Μετάληψη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μεταλαμβάνω]] πεῑραν» — [[αποκτώ]] [[εμπειρία]], [[δοκιμάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] («ἀμεινόμενος μοίρας μεταλαμβάνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεύομαι]] [[κάτι]] (α. «τῆς ληίης μεταλαμβάνει», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα και στους πλατωνικούς φιλοσόφους) έχω τις ίδιες ιδιότητες με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] («μετέλαβε..., οὐδὲ διακοσίας ψήφους ὁ Σπεύσιππος», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> μοιράζομαι ή έχω [[μαζί]] με κάποιον [[κάτι]], («καὶ ἤδη [[ἔργον]] σοῦ ἦν μεταλαβεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον ως ένοχο («ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῑς μεταλαβεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> πληροφορούμαι, [[παίρνω]] [[είδηση]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] («μεταλαβών Άντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[νιώθω]]<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μετά]] από έναν [[άλλο]]<br /><b>8.</b> [[καταλαμβάνω]] [[θέση]] που εγκαταλείφθηκε από τον εχθρό<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] [[κατόπιν]], [[επέρχομαι]] (ἅμα δὲ τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] σε [[αντάλλαγμα]], [[ανταλλάσσω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ἄλλο]] γὰρ [[ὄνομα]] μετείληφεν ἀντὶ τῆς ἡδονής», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] νέο στη [[θέση]] του προηγουμένου<br /><b>12.</b> [[μεταφράζω]] σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (με γεν.) [[διεκδικώ]] [[κάτι]], [[εγείρω]] αξιώσεις για [[κάτι]] («τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[υφίσταμαι]] [[αλλαγή]], μεταβάλλομαι<br />γ) (για τον λόγο) αλλοιώνομαι, έχω αλλοιωμένη [[σύνταξη]]<br />δ) (για τους χυμούς του αίματος) μεταφέρομαι, μετατοπίζομαι<br />ε) [[διαστρέφω]] [[άσμα]], πεζό ή προφορικό λόγο, [[παρωδώ]]<br /><b>14.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεταλαμβανόμενον</i><br /><b>(λογ.)</b> η [[πρόταση]] που μεταβάλλεται από υποθετική σε κατηγορική<br /><b>15.</b> [[εκλαμβάνω]] λέξεις με [[άλλη]] [[σημασία]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταλαμβάνω]] τὴν [[ἀρχήν]]» — [[διαδέχομαι]] στην [[εξουσία]]<br />β) «[[μεταλαμβάνω]] τὸν λόγον»<br />i) [[παίρνω]] τον λόγο [[μετά]] από άλλον ομιλητή<br />ii) [[αποκρίνομαι]]<br />γ) «[[μεταλαμβάνω]] [[παλτόν]]» — [[παίρνω]] [[άλλο]] [[ακόντιο]]<br /><b>17.</b> (η μτχ. μέσ. μέλλ. ως ουσ.) <i>οἱ μεταληψόμενοι</i><br />οι διάδοχοι <b>πάπ.</b>.
|mltxt=και [[μεταλαμβάνω]] (ΑM [[μεταλαμβάνω]], Μ και [[μεταλαβαίνω]]) [[λαβαίνω]]/ [[λαμβάνω]]]]<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]]<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] την Αγία Μετάληψη, [[κοινωνώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιερέα) [[δίνω]] σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, [[κοινωνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[καλώ]] με απεσταλμένο μου ιερέα για να κοινωνήσει ετοιμοθάνατο («ευτυχώς που προλάβαμε και τον μεταλάβαμε»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (και μέσ.) <i>μεταλαμβάνομαι</i><br />[[λαμβάνω]] την Αγία Μετάληψη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μεταλαμβάνω]] πεῑραν» — [[αποκτώ]] [[εμπειρία]], [[δοκιμάζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] από [[κάτι]] («ἀμεινόμενος μοίρας μεταλαμβάνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεύομαι]] [[κάτι]] (α. «τῆς ληίης μεταλαμβάνει», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον Πλάτωνα και στους πλατωνικούς φιλοσόφους) έχω τις ίδιες ιδιότητες με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[λαμβάνω]] [[κάτι]] («μετέλαβε..., οὐδὲ διακοσίας ψήφους ὁ Σπεύσιππος», Ανδοκ.)<br /><b>3.</b> μοιράζομαι ή έχω [[μαζί]] με κάποιον [[κάτι]], («καὶ ἤδη [[ἔργον]] σοῦ ἦν μεταλαβεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον ως ένοχο («ὡς ἐμοῦ τι κεκλοφότος ζητεῖς μεταλαβεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> πληροφορούμαι, [[παίρνω]] [[είδηση]], [[μαθαίνω]] [[κάτι]] («μεταλαβών Άντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων», ΠΔ)<br /><b>6.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[νιώθω]]<br /><b>7.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μετά]] από έναν [[άλλο]]<br /><b>8.</b> [[καταλαμβάνω]] [[θέση]] που εγκαταλείφθηκε από τον εχθρό<br /><b>9.</b> [[έρχομαι]] [[κατόπιν]], [[επέρχομαι]] (ἅμα δὲ τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[παίρνω]] σε [[αντάλλαγμα]], [[ανταλλάσσω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («[[ἄλλο]] γὰρ [[ὄνομα]] μετείληφεν ἀντὶ τῆς ἡδονής», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αποδέχομαι]] [[κάτι]] νέο στη [[θέση]] του προηγουμένου<br /><b>12.</b> [[μεταφράζω]] σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br /><b>13.</b> (μέσ.-παθ.) α) (με γεν.) [[διεκδικώ]] [[κάτι]], [[εγείρω]] αξιώσεις για [[κάτι]] («τούτου μὲν μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[υφίσταμαι]] [[αλλαγή]], μεταβάλλομαι<br />γ) (για τον λόγο) αλλοιώνομαι, έχω αλλοιωμένη [[σύνταξη]]<br />δ) (για τους χυμούς του αίματος) μεταφέρομαι, μετατοπίζομαι<br />ε) [[διαστρέφω]] [[άσμα]], πεζό ή προφορικό λόγο, [[παρωδώ]]<br /><b>14.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μεταλαμβανόμενον</i><br /><b>(λογ.)</b> η [[πρόταση]] που μεταβάλλεται από υποθετική σε κατηγορική<br /><b>15.</b> [[εκλαμβάνω]] λέξεις με [[άλλη]] [[σημασία]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταλαμβάνω]] τὴν [[ἀρχήν]]» — [[διαδέχομαι]] στην [[εξουσία]]<br />β) «[[μεταλαμβάνω]] τὸν λόγον»<br />i) [[παίρνω]] τον λόγο [[μετά]] από άλλον ομιλητή<br />ii) [[αποκρίνομαι]]<br />γ) «[[μεταλαμβάνω]] [[παλτόν]]» — [[παίρνω]] [[άλλο]] [[ακόντιο]]<br /><b>17.</b> (η μτχ. μέσ. μέλλ. ως ουσ.) <i>οἱ μεταληψόμενοι</i><br />οι διάδοχοι <b>πάπ.</b>.
}}
}}