ευμέθοδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο [[μεθοδικός]], ο [[συστηματικός]] («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῦ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῑ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μεθοδικός]], [[ακριβής]] («[[εὐμέθοδος]] [[ἰατρός]]», Αλέξ. Τραλλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[μεθοδικότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο τακτοποιημένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμεθόδως</i> (ΑΜ εὐμεθόδως)<br />με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή μέθοδο, ο [[μεθοδικός]], ο [[συστηματικός]] («τρόποι δὲ ἀναχρονισμοῦ εὐμέθοδοι καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[μεθοδικός]], [[ακριβής]] («[[εὐμέθοδος]] [[ἰατρός]]», Αλέξ. Τραλλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[μεθοδικότητα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο τακτοποιημένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευμεθόδως</i> (ΑΜ εὐμεθόδως)<br />με καλή μέθοδο, μεθοδικά, συστηματικά.
}}
}}