3,274,917
edits
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. | |mltxt=(ΑΜ [[ἐφεδρεύω]]) [[έφεδρος]]<br />[[παραμένω]] σε [[αναμονή]] [[έτοιμος]] για [[δράση]], [[είμαι]] σε [[επιφυλακή]], [[παραμονεύω]], [[ενεδρεύω]] (α. «[[ὅταν]] εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ.<br />β. «ἐκεῖ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ [[ἱερόν]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εδρεύω]], [[κάθομαι]], στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄγχος]] ἐφεδρεῡον κάρᾳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επωάζω]]<br /><b>3.</b> [[καταλύω]], [[σταματώ]] σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> [[καταλαμβάνω]] κάποιον [[τόπο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες) [[επαπειλώ]], επικρέμαμαι<br /><b>5.</b> [[παραμένω]] ως [[εφεδρεία]] τών μαχόμενων τμημάτων του στρατού («ἀλλὰ τὰ μὲν ἐφεδρεύει τῶν μερῶν αὐτοῖς, τὰ δὲ συμμίσγει τοῖς πολεμίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επιτηρώ]], [[επιστατώ]] («Ἄρατος ἐφήδρευε τῇ τοῦ σίτου [[κομιδῇ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> (για αθλητή που ευνοήθηκε [[κατά]] την [[κλήρωση]]) [[περιμένω]] να αγωνιστώ με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων. | ||
}} | }} |