ξυρώ: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ξυρῶ, -έω και -άω (Α) [[ξυρόν]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με [[ξυράφι]], [[ξυρίζω]] (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «σὺ δ' [[εὐπρόσωπος]], λευκὸς ἐξυρημένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξυρῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[ξυρίζω]] τον εαυτό μου, ξυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»<br />(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ [[βαθιά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῖς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη [[επιχείρηση]].
|mltxt=ξυρῶ, -έω και -άω (Α) [[ξυρόν]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τις [[τρίχες]] με [[ξυράφι]], [[ξυρίζω]] (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», <b>Πλούτ.</b><br />β. «σὺ δ' [[εὐπρόσωπος]], λευκὸς ἐξυρημένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ξυρῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />[[ξυρίζω]] τον εαυτό μου, ξυρίζομαι<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ»<br />(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ [[βαθιά]] (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῖς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη [[επιχείρηση]].
}}
}}