3,274,349
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α | |mltxt=-α, -ο (Α λοχεῖος, -ία, -ον θηλ. και -ος)<br /><b>1.</b> ο [[τόπος]] όπου γεννά μια [[μητέρα]] (α. «λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα» — [[αφού]] εγκατέλειψε τον [[τόπο]] όπου γέννησε το [[παιδί]], <b>Ευρ.</b><br />β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» — μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως ουσ. (<i>τὰ λοχεῖα</i><br />τα [[λόχια]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λοχεία</i><br />η Λοχία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λόχος]] «[[τοκετός]], [[γέννημα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[οικείος]], [[σπονδείος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |