παρά: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πάρα]] ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. [[παραί]], συντετμημένος τ. πάρ και παρ', αιολ. τ. [[πάρο]] Α<br />[[πρόθεση]] που η ριζική σημ. της [[είναι]] <i>παραπλεύρως</i>, [[πλησίον]], η οποία όμως τροποποιείται ανάλογα με την [[πτώση]]: Ι. <i>με γεν</i>. σημαίνει: 1. από κάποιον [[τόπο]], από κάποιο [[σημείο]] («αὐτομολήσαντες παρὰ βασιλέως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> την [[προέλευση]] ή [[καταγωγή]] κάποιου<br /><b>3.</b> (με παθ. ρ. ως ποιητ. [[αίτιο]]) από κάποιον, εκ μέρους κάποιου («παρὰ θεῶν ἡ τοιαύτη [[μανία]] δίδοται», <b>Πλάτ.</b>)<br />II. <i>με δοτ</i>. σημαίνει: 1. [[εγγύς]], [[πλησίον]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («ἑσταότες παρ' ὄχεσφιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στο [[πλευρό]] κάποιου, στο [[μέρος]] όπου διαμένει ή βρίσκεται κάποιο [[πρόσωπο]] (α. «[[υπουργός]] [[παρά]] τῳ πρωθυπουργῴ» β. «[[δικηγόρος]] παρ' Αρείῳ Πάγῳ» γ. «κεῑτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε κύκλο ανθρώπων ή πραγμάτων, [[μεταξύ]] (α. «μαρτυρείται παρ' Ομήρῳ» β. «παρ' Ἐφόρῳ», Δίον. Αλ.)<br />III. <i>με αιτ</i>. σημαίνει την [[θέση]] ή [[κίνηση]] [[προς]] [[κάτι]] ή παραλλήλως [[προς]] [[κάτι]]: 1. [[κοντά]], [[πλησίον]], [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «[[παρά]] την [[ακτή]]» β. «[[εἶμι]] παρ' Ἥφαιστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εναντιότητα]], [[αντίθεση]], [[παράβαση]], [[υπέρβαση]] (α. «[[παρά]] τον νόμο» — παρανόμως<br />β. «παρὰ γνώμην» — αντίθετα με τη [[γνώμη]] κάποιου)<br /><b>3.</b> [[αφαίρεση]] ή [[εξαίρεση]], [[μείον]], [[πλην]] (α. «απέτυχε [[παρά]] μία ψήφο» β. «[[είναι]] [[τρεις]] [[παρά]] [[πέντε]]» γ. «[[παρά]] ἕν [[πάλαισμα]] ἔδραμε νικᾱν Ὀλυμπιάδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσθήκη]], [[εκτός]] από...<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]» και «ἡμέραν παρ' ἡμέραν» — [[κάθε]] δεύτερη [[μέρα]]<br />β) «παρ' αξίαν» και «παρὰ τὴν ἀξίαν» — ανάξια<br />γ) «παρ' [[ελπίδα]]» — [[χωρίς]] να το ελπίζει ή να το περιμένει [[κανείς]], ανέλπιστα<br />δ) «[[παρά]] λίγο» και «[[παρά]] [[μάτι]]» και «[[παρά]] [[τρίχα]]» και «παρ' ὀλίγον» και «παρὰ τοσοῦτον» και «παρ' ἐλάχιστον» και «παρὰ βραχύ» ή «παρὰ [[μικρόν]]» — λίγο έλειψε να<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ως <i>πρόθ</i>. <i>με αιτ</i>. σημαίνει [[εξαίρεση]] ή περιορισμό, [[εκτός]] μόνο («δεν θα φάω [[παρά]] ένα [[φρούτο]]»)<br /><b>2.</b> ως <i>σύνδ</i>. δηλώνει: α) [[παραβολή]] ή [[σύγκριση]] («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br />β) γενική [[υπεροχή]] («[[έντιμος]] [[παρά]] [[πάντα]] άλλον»)<br />δ) [[αντί]] του [[αλλά]], για [[έκφραση]] ισχυρής αντίθεσης («δεν μελετάει, [[παρά]] χαζεύει διαρκώς»)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. στον τ. [[πάρα]]) «[[πάρα]] πολύ» — περισσότερο από όσο [[πρέπει]] ή απ' ό,τι [[είναι]] δυνατόν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρά]] [[πόδα]]» — στρατιωτικό [[παράγγελμα]] με το οποίο οι στρατιώτες διατάσσονται να λάβουν [[στάση]] προσοχής με το όπλο στηριγμένο στο [[έδαφος]], με τον υποκόπανο [[δίπλα]] στο δεξί [[πόδι]]<br />β) «[[παρά]] (πάσαν) προσδοκίαν» — αντίθετα με ό,τι περίμεναν ή υπέθεταν όλοι, [[ξαφνικά]], αναπάντεχα<br />γ) «[[παρά]] φύσιν» — αντίθετα [[προς]] τους φυσιολογικούς κανόνες<br />δ) «[[παρά]] [[ποτέ]]» — όσο [[ποτέ]] [[άλλοτε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με <i>δοτ</i>.) α) ενώπιον κάποιου («παρὰ Δαρείῳ κριτῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (με χρον. σημ.) [[κατά]] την [[εποχή]], [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («παρὰ τοῖς ἐμφυλίοις πολέμοις θνῄσκειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με <i>αιτ</i>.) α) [[μπροστά]] σε κάποιον («ἦν παρ' [[ὄμμα]] [[θάνατος]] ἐν ψήφου φορᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>γραμμ.</b> ομοίως [[προς]], [[κατά]] («παρὰ τὸ Σοφόκλειον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) (γραμμ. για [[παραγωγή]] από κάποια [[λέξη]]) από κάποιον («παρὰ τὸ [[ἔδαφος]] [[δάπεδον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) σε [[παραβολή]] με κάποιον («παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα [[ὥσπερ]] θεοὶ ἄνθρωποι βιοτεύουσι», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) (με χρον. σημ.) καθ' όλη τη [[διάρκεια]] («παρὰ τὸν βίον ἅπαντα», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) και επιμεριστικά για χρόνο (α. «παρὰ τὰ [[ἑβδομήκοντα]] ἔτεα» — [[κάθε]] πλήρη περίοδο [[εβδομήντα]] ετών, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «παρ' [[ἆμαρ]]» — [[σήμερα]]<br />γ. «παρ' [[ἦμαρ]]» — [[αύριο]], <b>Σοφ.</b> δ. «παρὰ μῆνα [[τρίτον]]» — ανά [[τριμηνία]], <b>Αριστοτ.</b>)<br />ζ) (με χρον. σημ.) [[κατά]] τη [[στιγμή]] που («παρὰ τὴν πρώτην γένεσιν», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (ως Επίρρ.) [[πλησίον]], [[μαζί]] («[[ἔνθα]] καθεῡδ' ἀναβάς, παρὰ δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἥρη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ [[παρά]] τινος» — [[καθετί]] που προέρχεται από κάποιον όπως [[προσταγή]], [[απόφαση]], [[παραγγελία]]<br />β) «παρ' οἴνω» — πίνοντας, [[πάνω]] στο [[κρασί]], [[κατά]] την [[οινοποσία]]<br />γ) «παρ' ἑαυτοῖς» — στο [[σπίτι]] τους<br />δ) «οἱ παρ' [[ἐμοί]]» — οι οικείοι μου, οι δικοί μου<br />ε) «τὰ παρ' [[ἐμοί]]»<br />i) οι υποθέσεις μου<br />ii) οι γνώμες μου, οι ιδέες μου<br />στ) «οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι» — ο [[λαός]] μας<br />ζ) «ὁ παρ' ἡμῖν [[δῆμος]]» — το δημοκρατικό [[πολίτευμα]] που ισχύει σε εμάς<br />η) «παρ' [[ἐμοί]]» — [[κατά]] την [[κρίση]] μου<br />θ) «[[παρά]] καιρόν» — άκαιρα<br />ι) «πὰρ [[μέλος]]» — με [[παραφωνία]]<br />ια) «τίθεμαι παρ' [[οὐδέν]]» — δεν [[λογαριάζω]], δεν [[υπολογίζω]] [[καθόλου]]<br />ιβ) «παρ' οὐδὲν ἄγω τὸ πρᾶγμα» — [[θεωρώ]] την [[υπόθεση]] μηδαμινή<br />ιγ) «οἱ [[παρά]] τινος» — οι αντιπρόσωποι, οι απεσταλμένοι εκ μέρους κάποιου<br />ιδ) «[[γίγνομαι]] [[παρά]] τινος» — γεννιέμαι από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[παρά]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>pr</i>- του ΙΕ τ. <i>ρτ</i> δηλωτικού κατεύθυνσης με έρρινη [[παρέκταση]] -<i>η</i>. Η φωνηεντική [[μορφή]] της στην Ελληνική εμφανίζεται ως -α, [[αλλά]] πιθανότατα και ως -ο στον αιολ. τ. [[πάρο]] και στον μυκην. <i>paro</i> ([[εκτός]] αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό από τις προθέσεις <i>ἀπό</i> και <i>πρό</i>). Την φωνηεντική [[μορφή]] έρρινης παρέκτασης εμφανίζουν και τα λατ. <i>peren</i>-<i>di</i><i>ē</i> και χεττιτ. <i>peran</i>. Ο ποιητ. / [[επικός]] τ. [[παραί]] της πρόθεσης παρουσιάζει δυσερμήνευτο ληκτικό [[μόρφημα]], το οποίο δεν φαίνεται να αποτελεί [[υπόλειμμα]] παλαιάς τοπικής πτώσης. Ο τ. <i>πάρ</i> έχει προέλθει κατ' [[αποκοπή]] από τον τ. [[παρά]]. Στον ίδιο ΙΕ τ. με την [[πρόθεση]] [[παρά]] ανάγονται και άλλες προθέσεις και επιρρήματα (<b>πρβλ.</b> [[πάρος]], [[πέρα]], [[περί]], [[πριν]], <i>προ</i>, [[προς]]). Η λ. [[παρά]] και [[πάρα]] (με αναβιβασμό του τόνου όταν η [[πρόθεση]] έπεται του ονόματος) χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]], ως επίρρ. και, ευρύτατα, εν συνθέσει (<b>βλ. λ.</b> <i>παρ</i>[[α]]-). Ο νεοελλ. τ. [[πάρα]] με επιτατική σημ. εντάσσεται στα ποσοτικά επιρρ. και προτάσσεται σε επίρρ. και άλλες λ. για να δυναμώσει την έννοιά τους (<b>πρβλ.</b> [[πάρα]] πολύ</i>, [[πάρα]] [[άλλη]] [[εβδομάδα]]). Ο τ. [[πάρα]], [[μάλιστα]], κατέληξε να χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] όχι [[απλώς]] επίτασης ή επαύξησης [[αλλά]] υπερβολής «[[παραπάνω]], [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά», απ' όπου τα συνθ. σε <i>παρ</i>(<i>α</i>)- με τη σημ. της επίτασης ή επαύξησης του β' συνθετικού [[μέχρι]] υπερβολής (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>λέω</i>, [[παρακάνω]], <i>παρα</i>-[[γίνομαι]])].
|mltxt=και [[πάρα]] ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. [[παραί]], συντετμημένος τ. πάρ και παρ', αιολ. τ. [[πάρο]] Α<br />[[πρόθεση]] που η ριζική σημ. της [[είναι]] <i>παραπλεύρως</i>, [[πλησίον]], η οποία όμως τροποποιείται ανάλογα με την [[πτώση]]: Ι. <i>με γεν</i>. σημαίνει: 1. από κάποιον [[τόπο]], από κάποιο [[σημείο]] («αὐτομολήσαντες παρὰ βασιλέως», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> την [[προέλευση]] ή [[καταγωγή]] κάποιου<br /><b>3.</b> (με παθ. ρ. ως ποιητ. [[αίτιο]]) από κάποιον, εκ μέρους κάποιου («παρὰ θεῶν ἡ τοιαύτη [[μανία]] δίδοται», <b>Πλάτ.</b>)<br />II. <i>με δοτ</i>. σημαίνει: 1. [[εγγύς]], [[πλησίον]] κάποιου προσώπου ή πράγματος («ἑσταότες παρ' ὄχεσφιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> στο [[πλευρό]] κάποιου, στο [[μέρος]] όπου διαμένει ή βρίσκεται κάποιο [[πρόσωπο]] (α. «[[υπουργός]] [[παρά]] τῳ πρωθυπουργῴ» β. «[[δικηγόρος]] παρ' Αρείῳ Πάγῳ» γ. «κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε κύκλο ανθρώπων ή πραγμάτων, [[μεταξύ]] (α. «μαρτυρείται παρ' Ομήρῳ» β. «παρ' Ἐφόρῳ», Δίον. Αλ.)<br />III. <i>με αιτ</i>. σημαίνει την [[θέση]] ή [[κίνηση]] [[προς]] [[κάτι]] ή παραλλήλως [[προς]] [[κάτι]]: 1. [[κοντά]], [[πλησίον]], [[δίπλα]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «[[παρά]] την [[ακτή]]» β. «[[εἶμι]] παρ' Ἥφαιστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εναντιότητα]], [[αντίθεση]], [[παράβαση]], [[υπέρβαση]] (α. «[[παρά]] τον νόμο» — παρανόμως<br />β. «παρὰ γνώμην» — αντίθετα με τη [[γνώμη]] κάποιου)<br /><b>3.</b> [[αφαίρεση]] ή [[εξαίρεση]], [[μείον]], [[πλην]] (α. «απέτυχε [[παρά]] μία ψήφο» β. «[[είναι]] [[τρεις]] [[παρά]] [[πέντε]]» γ. «[[παρά]] ἕν [[πάλαισμα]] ἔδραμε νικᾱν Ὀλυμπιάδα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσθήκη]], [[εκτός]] από...<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]» και «ἡμέραν παρ' ἡμέραν» — [[κάθε]] δεύτερη [[μέρα]]<br />β) «παρ' αξίαν» και «παρὰ τὴν ἀξίαν» — ανάξια<br />γ) «παρ' [[ελπίδα]]» — [[χωρίς]] να το ελπίζει ή να το περιμένει [[κανείς]], ανέλπιστα<br />δ) «[[παρά]] λίγο» και «[[παρά]] [[μάτι]]» και «[[παρά]] [[τρίχα]]» και «παρ' ὀλίγον» και «παρὰ τοσοῦτον» και «παρ' ἐλάχιστον» και «παρὰ βραχύ» ή «παρὰ [[μικρόν]]» — λίγο έλειψε να<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ως <i>πρόθ</i>. <i>με αιτ</i>. σημαίνει [[εξαίρεση]] ή περιορισμό, [[εκτός]] μόνο («δεν θα φάω [[παρά]] ένα [[φρούτο]]»)<br /><b>2.</b> ως <i>σύνδ</i>. δηλώνει: α) [[παραβολή]] ή [[σύγκριση]] («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή [[παρά]] [[σαράντα]] [[χρόνια]] [[σκλαβιά]] και [[φυλακή]]»)<br />β) γενική [[υπεροχή]] («[[έντιμος]] [[παρά]] [[πάντα]] άλλον»)<br />δ) [[αντί]] του [[αλλά]], για [[έκφραση]] ισχυρής αντίθεσης («δεν μελετάει, [[παρά]] χαζεύει διαρκώς»)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. στον τ. [[πάρα]]) «[[πάρα]] πολύ» — περισσότερο από όσο [[πρέπει]] ή απ' ό,τι [[είναι]] δυνατόν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρά]] [[πόδα]]» — στρατιωτικό [[παράγγελμα]] με το οποίο οι στρατιώτες διατάσσονται να λάβουν [[στάση]] προσοχής με το όπλο στηριγμένο στο [[έδαφος]], με τον υποκόπανο [[δίπλα]] στο δεξί [[πόδι]]<br />β) «[[παρά]] (πάσαν) προσδοκίαν» — αντίθετα με ό,τι περίμεναν ή υπέθεταν όλοι, [[ξαφνικά]], αναπάντεχα<br />γ) «[[παρά]] φύσιν» — αντίθετα [[προς]] τους φυσιολογικούς κανόνες<br />δ) «[[παρά]] [[ποτέ]]» — όσο [[ποτέ]] [[άλλοτε]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με <i>δοτ</i>.) α) ενώπιον κάποιου («παρὰ Δαρείῳ κριτῇ», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (με χρον. σημ.) [[κατά]] την [[εποχή]], [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («παρὰ τοῖς ἐμφυλίοις πολέμοις θνῄσκειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με <i>αιτ</i>.) α) [[μπροστά]] σε κάποιον («ἦν παρ' [[ὄμμα]] [[θάνατος]] ἐν ψήφου φορᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br />β) <b>γραμμ.</b> ομοίως [[προς]], [[κατά]] («παρὰ τὸ Σοφόκλειον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) (γραμμ. για [[παραγωγή]] από κάποια [[λέξη]]) από κάποιον («παρὰ τὸ [[ἔδαφος]] [[δάπεδον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br />δ) σε [[παραβολή]] με κάποιον («παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα [[ὥσπερ]] θεοὶ ἄνθρωποι βιοτεύουσι», <b>Ξεν.</b>)<br />ε) (με χρον. σημ.) καθ' όλη τη [[διάρκεια]] («παρὰ τὸν βίον ἅπαντα», <b>Πλάτ.</b>)<br />στ) και επιμεριστικά για χρόνο (α. «παρὰ τὰ [[ἑβδομήκοντα]] ἔτεα» — [[κάθε]] πλήρη περίοδο [[εβδομήντα]] ετών, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «παρ' [[ἆμαρ]]» — [[σήμερα]]<br />γ. «παρ' [[ἦμαρ]]» — [[αύριο]], <b>Σοφ.</b> δ. «παρὰ μῆνα [[τρίτον]]» — ανά [[τριμηνία]], <b>Αριστοτ.</b>)<br />ζ) (με χρον. σημ.) [[κατά]] τη [[στιγμή]] που («παρὰ τὴν πρώτην γένεσιν», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> (ως Επίρρ.) [[πλησίον]], [[μαζί]] («[[ἔνθα]] καθεῡδ' ἀναβάς, παρὰ δὲ [[χρυσόθρονος]] Ἥρη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ [[παρά]] τινος» — [[καθετί]] που προέρχεται από κάποιον όπως [[προσταγή]], [[απόφαση]], [[παραγγελία]]<br />β) «παρ' οἴνω» — πίνοντας, [[πάνω]] στο [[κρασί]], [[κατά]] την [[οινοποσία]]<br />γ) «παρ' ἑαυτοῖς» — στο [[σπίτι]] τους<br />δ) «οἱ παρ' [[ἐμοί]]» — οι οικείοι μου, οι δικοί μου<br />ε) «τὰ παρ' [[ἐμοί]]»<br />i) οι υποθέσεις μου<br />ii) οι γνώμες μου, οι ιδέες μου<br />στ) «οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι» — ο [[λαός]] μας<br />ζ) «ὁ παρ' ἡμῖν [[δῆμος]]» — το δημοκρατικό [[πολίτευμα]] που ισχύει σε εμάς<br />η) «παρ' [[ἐμοί]]» — [[κατά]] την [[κρίση]] μου<br />θ) «[[παρά]] καιρόν» — άκαιρα<br />ι) «πὰρ [[μέλος]]» — με [[παραφωνία]]<br />ια) «τίθεμαι παρ' [[οὐδέν]]» — δεν [[λογαριάζω]], δεν [[υπολογίζω]] [[καθόλου]]<br />ιβ) «παρ' οὐδὲν ἄγω τὸ πρᾶγμα» — [[θεωρώ]] την [[υπόθεση]] μηδαμινή<br />ιγ) «οἱ [[παρά]] τινος» — οι αντιπρόσωποι, οι απεσταλμένοι εκ μέρους κάποιου<br />ιδ) «[[γίγνομαι]] [[παρά]] τινος» — γεννιέμαι από κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[πρόθεση]] [[παρά]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] -<i>pr</i>- του ΙΕ τ. <i>ρτ</i> δηλωτικού κατεύθυνσης με έρρινη [[παρέκταση]] -<i>η</i>. Η φωνηεντική [[μορφή]] της στην Ελληνική εμφανίζεται ως -α, [[αλλά]] πιθανότατα και ως -ο στον αιολ. τ. [[πάρο]] και στον μυκην. <i>paro</i> ([[εκτός]] αν πρόκειται για αναλογικό σχηματισμό από τις προθέσεις <i>ἀπό</i> και <i>πρό</i>). Την φωνηεντική [[μορφή]] έρρινης παρέκτασης εμφανίζουν και τα λατ. <i>peren</i>-<i>di</i><i>ē</i> και χεττιτ. <i>peran</i>. Ο ποιητ. / [[επικός]] τ. [[παραί]] της πρόθεσης παρουσιάζει δυσερμήνευτο ληκτικό [[μόρφημα]], το οποίο δεν φαίνεται να αποτελεί [[υπόλειμμα]] παλαιάς τοπικής πτώσης. Ο τ. <i>πάρ</i> έχει προέλθει κατ' [[αποκοπή]] από τον τ. [[παρά]]. Στον ίδιο ΙΕ τ. με την [[πρόθεση]] [[παρά]] ανάγονται και άλλες προθέσεις και επιρρήματα (<b>πρβλ.</b> [[πάρος]], [[πέρα]], [[περί]], [[πριν]], <i>προ</i>, [[προς]]). Η λ. [[παρά]] και [[πάρα]] (με αναβιβασμό του τόνου όταν η [[πρόθεση]] έπεται του ονόματος) χρησιμοποιείται ως [[πρόθεση]], ως επίρρ. και, ευρύτατα, εν συνθέσει (<b>βλ. λ.</b> <i>παρ</i>[[α]]-). Ο νεοελλ. τ. [[πάρα]] με επιτατική σημ. εντάσσεται στα ποσοτικά επιρρ. και προτάσσεται σε επίρρ. και άλλες λ. για να δυναμώσει την έννοιά τους (<b>πρβλ.</b> [[πάρα]] πολύ</i>, [[πάρα]] [[άλλη]] [[εβδομάδα]]). Ο τ. [[πάρα]], [[μάλιστα]], κατέληξε να χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] όχι [[απλώς]] επίτασης ή επαύξησης [[αλλά]] υπερβολής «[[παραπάνω]], [[πάρα]] πολύ, υπερβολικά», απ' όπου τα συνθ. σε <i>παρ</i>(<i>α</i>)- με τη σημ. της επίτασης ή επαύξησης του β' συνθετικού [[μέχρι]] υπερβολής (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-<i>λέω</i>, [[παρακάνω]], <i>παρα</i>-[[γίνομαι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm