3,277,048
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πωλῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[πουλώ]], -άω, Ν<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] ή [[εκθέτω]] [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον [[έναντι]] τιμήματος («πουλάει το [[σπίτι]] του πολύ ακριβά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]], [[εξαπατώ]] (α. «αν και [[φίλος]], δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ [[οἴκοι]] πωλοῦν | |mltxt=πωλῶ, -έω, ΝΜΑ, και [[πουλώ]], -άω, Ν<br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] ή [[εκθέτω]] [[κάτι]] για [[πώληση]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] [[κάτι]] σε κάποιον [[έναντι]] τιμήματος («πουλάει το [[σπίτι]] του πολύ ακριβά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προδίδω]], [[εξαπατώ]] (α. «αν και [[φίλος]], δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ [[οἴκοι]] πωλοῦν | ||
τες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πούλησε την [[ψυχή]] του στον διάβολο» — παραδόθηκε στο [[κακό]], έχασε [[κάθε]] ηθικό φραγμό<br />β) «σέ πουλάει και σέ αγοράζει» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] πολύ [[επιτήδειος]], [[παμπόνηρος]]<br />γ) «πουλάει και τη [[μάνα]] του» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[αδίστακτος]]<br />δ) «πού [ή σε [[ποιόν]]] τά πουλάς αυτά;» — λέγεται για να δηλώσει έντονη [[αμφισβήτηση]] τών λεγομένων κάποιου<br />ε) «πουλάω [[μούρη]]» — [[προσπαθώ]] να [[φανώ]] [[ανώτερος]] από ό,τι [[είμαι]], [[κάνω]] τον έξυπνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[εκμισθώνω]] [[αξίωμα]], [[ιδίως]] ιερατικό («ἐπὶ τοῑσδε πωλοῦμεν τὴν ἱερωσύνην τοῦ Διονύσου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[έναντι]] αμοιβής («καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἡ βουλὴ | τες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πούλησε την [[ψυχή]] του στον διάβολο» — παραδόθηκε στο [[κακό]], έχασε [[κάθε]] ηθικό φραγμό<br />β) «σέ πουλάει και σέ αγοράζει» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] πολύ [[επιτήδειος]], [[παμπόνηρος]]<br />γ) «πουλάει και τη [[μάνα]] του» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] [[αδίστακτος]]<br />δ) «πού [ή σε [[ποιόν]]] τά πουλάς αυτά;» — λέγεται για να δηλώσει έντονη [[αμφισβήτηση]] τών λεγομένων κάποιου<br />ε) «πουλάω [[μούρη]]» — [[προσπαθώ]] να [[φανώ]] [[ανώτερος]] από ό,τι [[είμαι]], [[κάνω]] τον έξυπνο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με αιτ.) [[εκμισθώνω]] [[αξίωμα]], [[ιδίως]] ιερατικό («ἐπὶ τοῑσδε πωλοῦμεν τὴν ἱερωσύνην τοῦ Διονύσου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραχωρώ]] [[κάτι]] για ένα [[χρονικό]] [[διάστημα]] [[έναντι]] αμοιβής («καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἡ βουλὴ πωλεῖ τὸ πορνικὸν [[τέλος]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> (σε [[συνεκφορά]] με το [[πάλιν]]) [[μεταπωλώ]] («πωλοῦσι [[πάλιν]] οἱ κάπηλοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πωλῶ οὐδενὸς χρήματος» — [[αρνούμαι]] να πουλήσω [[κάτι]], οποιαδήποτε [[τιμή]] κι αν μού προσφέρουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πωλῶ</i> θα μπορούσε να θεωρηθεί ρηματ. παράγωγο, αν και δεν έχει εξακριβωθεί η αντίστοιχη θεματική ρηματική [[ρίζα]]. Μετά από [[σύνδεση]] με συγγενικούς τύπους άλλων ΙΕ γλωσσών με σημ. «[[επιδιώκω]] το [[κέρδος]], [[δίνω]] [[κάτι]] με σκοπό το [[κέρδος]]», ο τ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i>- «[[πουλώ]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pana</i>- «[[στοίχημα]], [[μισθός]]», μέσ. ινδ. <i>panaie</i> «[[διαπραγματεύομαι]], [[αγοράζω]]», αρχ. σλαβ. <i>plĕnŭ</i> «[[λεία]], [[λάφυρα]]»). Παρετυμολογική, εξάλλου, θεωρήθηκε η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ἐμπολή]] «[[εμπόρευμα]], [[κέρδος]]», ενώ σημασιολογικά συνδέεται και με την [[οικογένεια]] του [[πέρνημι]] / [[πιπράσκω]] (<b>βλ. λ.</b> [[πέρνημι]]). Για την [[τροπή]] του -<i>ω</i>- σε -<i>ου</i>- στο νεοελλ. τ. [[πουλώ]], <b>πρβλ.</b> [[κώδων]]: [[κουδούνι]], [[πῶλος]]: [[πουλάρι]]]. | ||
}} | }} |