μελέτη: Difference between revisions

1,102 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[attention]], [[care]], [[diligence]], [[exercise]], [[practice]], [[regard]], [[training]], [[trouble]], [[pains]]
|woodrun=[[attention]], [[care]], [[diligence]], [[exercise]], [[practice]], [[regard]], [[training]], [[trouble]], [[pains]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φροντίδα, ἄσκηση). Ἀπό τό [[μέλομαι]] (=[[φροντίζω]]), μέσ. τοῦ [[μέλω]] (=[[φροντίζω]] καί πιό συνηθισμένο σάν ἀπρόσωπο: [[μέλει]] μοί τινος [[μεταμέλει]] μοι = μετανοιώνω). Ἀπό ρίζα μελ- ἤ ἀπό μερτῆς λέξης [[μέριμνα]]. Παράγωγα τοῦ [[μέλω]]: [[μέλημα]], [[μελητέον]], [[μελέτη]], μελετῶ, [[μελέτημα]], [[μελετηρός]], [[μελετητέον]], [[μελετητήριον]], [[μελετητικός]], [[μελετητός]], [[μελέτωρ]] (=[[τιμωρός]]), [[μέλησις]], [[ἐπιμελής]], ἐπιμελοῦμαι, [[ἀμεταμέλητος]], [[ἀμελετησία]], [[μετάμελος]], [[μεταμέλεια]], [[μεμελημένως]], [[μεταμελητί]], [[μεταμελητός]], [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]), [[μελέδημα]] (=φροντίδα), [[μελεδώνη]] (=φροντίδα).
}}
}}