3,277,020
edits
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
(CSV import) |
||
Line 55: | Line 55: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=τοποθετῶ). Θέματα: α) ἰσχυρό θη + ἐνεστ. ἀναδιπλ. + κατάληξη -μι → θίθημι → [[τίθημι]], β) ἀσθενές θε-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[θήκη]] (=κιβώτιο) καί σύνθ. (ἀπο, δια, προσ, παρα, παρακατα, συν, ὑπο)[[θήκη]], [[σκευοθήκη]], [[θῆμα]], [[ἀνάθημα]] (=[[ἀφιέρωμα]]) καί ([[ἐπί]], πρόσ, σύν)θημα, θημώνῶνος, ὁ (=[[σωρός]]), [[θησαυρός]], [[θησαυρίζω]], [[ἴσως]] τό [[Θησεύς]], [[θέμα]], [[ἀνάθεμα]], [[θεματίζω]], [[θεματικός]], [[θέμεθλα]] (=τά θεμέλια), [[θεμέλιος]], [[θεμελιόω]] θεμελιῶ, [[θέμις]] (=[[δικαιοσύνη]]), θέμιστες (=οἱ ἀποφάσεις τῶν [[θεῶν]], χρησμοί), [[θεμιστός]] (=[[δίκαιος]]), [[θεμιστεύω]], [[ἀθέμιστος]], [[θεμιτός]], [[ἀθέμιτος]], [[θέσις]] καί τά σύνθ.: (ἀνά, κατά, διά, [[μετά]], [[παρά]], [[ἀντί]], [[ἐπί]], ἀπό, ὑπό, [[ὑπέρ]], [[ἐν]], ἐκ, [[πρό]], πρόσ, σύν, συγκατά) θεσις, [[θεσμός]] (=[[νόμος]]), [[θέσμιος]] (=[[νόμιμος]]), [[θεσμοθέτης]], [[θεσμοφόρος]], [[θεσμοφόρια]], [[ὁροθεσία]], [[ἄθεσμος]], [[θετέος]], θετέον, (ἀνα, ἐπι, προς, συν)θετέον, [[θέτης]], [[νομοθέτης]], ταξιθέτης, [[θετικός]], [[θετός]], [[ἀδιάθετος]], [[ἄθετος]] (=[[ἀκατάλληλος]]), [[ἀθετῶ]] (=[[ἀπορρίπτω]]), [[ἀνυπόθετος]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀπόθετος]], [[εὐδιάθετος]], [[ἐγκάθετος]], [[ἐπίθετος]], [[εὐεπίθετος]], [[νουθετῶ]], [[πρόσθετος]] ἤ προσθετός, [[σύνθετος]], [[θωμός]] (=[[σωρός]]), υἱοθετῶ, [[υἱοθεσία]]. | |mantxt=(=τοποθετῶ). Θέματα: α) ἰσχυρό θη + ἐνεστ. ἀναδιπλ. + κατάληξη -μι → θίθημι → [[τίθημι]], β) ἀσθενές θε-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[θήκη]] (=κιβώτιο) καί σύνθ. (ἀπο, δια, προσ, παρα, παρακατα, συν, ὑπο)[[θήκη]], [[σκευοθήκη]], [[θῆμα]], [[ἀνάθημα]] (=[[ἀφιέρωμα]]) καί ([[ἐπί]], πρόσ, σύν)θημα, θημώνῶνος, ὁ (=[[σωρός]]), [[θησαυρός]], [[θησαυρίζω]], [[ἴσως]] τό [[Θησεύς]], [[θέμα]], [[ἀνάθεμα]], [[θεματίζω]], [[θεματικός]], [[θέμεθλα]] (=τά θεμέλια), [[θεμέλιος]], [[θεμελιόω]] θεμελιῶ, [[θέμις]] (=[[δικαιοσύνη]]), θέμιστες (=οἱ ἀποφάσεις τῶν [[θεῶν]], χρησμοί), [[θεμιστός]] (=[[δίκαιος]]), [[θεμιστεύω]], [[ἀθέμιστος]], [[θεμιτός]], [[ἀθέμιτος]], [[θέσις]] καί τά σύνθ.: (ἀνά, κατά, διά, [[μετά]], [[παρά]], [[ἀντί]], [[ἐπί]], ἀπό, ὑπό, [[ὑπέρ]], [[ἐν]], ἐκ, [[πρό]], πρόσ, σύν, συγκατά) θεσις, [[θεσμός]] (=[[νόμος]]), [[θέσμιος]] (=[[νόμιμος]]), [[θεσμοθέτης]], [[θεσμοφόρος]], [[θεσμοφόρια]], [[ὁροθεσία]], [[ἄθεσμος]], [[θετέος]], θετέον, (ἀνα, ἐπι, προς, συν)θετέον, [[θέτης]], [[νομοθέτης]], ταξιθέτης, [[θετικός]], [[θετός]], [[ἀδιάθετος]], [[ἄθετος]] (=[[ἀκατάλληλος]]), [[ἀθετῶ]] (=[[ἀπορρίπτω]]), [[ἀνυπόθετος]], [[ἀσύνθετος]], [[ἀπόθετος]], [[εὐδιάθετος]], [[ἐγκάθετος]], [[ἐπίθετος]], [[εὐεπίθετος]], [[νουθετῶ]], [[πρόσθετος]] ἤ προσθετός, [[σύνθετος]], [[θωμός]] (=[[σωρός]]), υἱοθετῶ, [[υἱοθεσία]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=1 [[poner]], [[colocar]] gener. amuletos: a) junto a la cabeza τίθεται (ὅπερ ἐν φύλλοις δάφνης γράφεται) πρὸς κεφαλῆς συνειλιχθέν <b class="b3">lo que se escribe en las hojas de laurel se coloca enrollado junto a la cabeza</b> P II 12 P II 62 P VII 843 ὅταν δὲ βούλῃ χρᾶσθαι, πρὸς κεφαλῆς σου τίθει τὸν ναὸν σὺν τῷ θεῷ <b class="b3">cuando quieras recibir un oráculo, pon junto a tu cabeza la capilla con el dios</b> P V 393 τὸ δὲ φυλακτήριον, ὅπου τὸ ὄνομα ἐγγ<έγ>ραφας, θὲς πρὸ<ς> κεφαλήν σου <b class="b3">el amuleto, en el que escribiste el nombre, ponlo junto a tu cabeza</b> P VII 845 εἰλήσας (βυσσίνῳ ῥάκῳ) κλῶνα ἐλαίας θὲς πρὸς κεφαλήν σου <b class="b3">envuelve con un trozo de lino una rama de olivo y ponla en tu cabeza</b> P VII 665 P VII 1016 ἐντύλισσε τὰ φύλλα ἐν σουδαρίῳ καινῷ καὶ τίθει ὑπὸ τὴν κεφαλήν σου <b class="b3">envuelve las hojas en un sudario nuevo y ponlo debajo de tu cabeza</b> P VII 827 λαβὼν κάθαρον ἡλιακὸν θὲς ἐπὶ τὸ μέσ<ον> τῆς κεφαλῆς αὐτῆς <b class="b3">toma un escarabajo solar y ponlo en el medio de su cabeza</b> P LXI 34 b) bajo la almohada ἔπειτα θεὶς ὑπὸ τὸ προκεφάλαιον τὸ πτύχιν κοιμῶ <b class="b3">luego pon la lámina debajo de la almohada y duérmete</b> P VII 747 c) en las rodillas θὲς δὲ τὸ ποτήριον ἐπὶ τὰ γόνατα σου <b class="b3">pon la copa sobre tus rodillas</b> P IV 3251 d) bajo el pie θὲς (τὴν λεπίδα) ὑπὸ τὸ πέλμα σου τοῦ εὐωνύμου ποδὸς λιβανωτίσας ἐπιμελῶς <b class="b3">pon la lámina bajo la planta de tu pie izquierdo después de fumigarla con incienso cuidadosamente</b> P VII 927 θὲς τὸ κρανίον χαμαὶ καὶ ἱστὰς ὑπὸ τῷ ἀριστερῷ ποδὶ λέγε τάδε <b class="b3">pon el cráneo en el suelo y colocándolo bajo tu pie izquierdo di esto</b> P XIa 4 e) enfrente καιέσθω σησαμίνῳ ἐλαίῳ τὸ λύχνον καὶ θὲς ἄντικρυς σου <b class="b3">enciende la lámpara con aceite de sésamo y ponla frente a ti</b> P VIII 88 f) junto a un muerto ποίησον λάμναν ... καὶ θὲς παρὰ ἄωρον <b class="b3">haz una lámina y ponla junto a un muerto prematuro</b> P VII 399 g) en una ventana θὲς (τὸν λύχνον) ἐπὶ θυρίδα τῷ νότῳ βλέπουσαν <b class="b3">pon la lámpara sobre una ventana que mire al sur</b> P VII 599 ποίησον ἱπποπόταμον ἐκ κηροῦ πυρροῦ κοῖλον καὶ ... θὲς ἐπὶ θυρίδος καθαρᾶς <b class="b3">haz un hipopótamo hueco con cera rojiza y ponlo en una ventana purificada</b> P XIII 314 h) sobre un trípode θὲς (τὸ γλωσσόκομον) ἐπὶ τριπόδου καθαροῦ περιβεβλημένου ὀθονίῳ <b class="b3">pon el estuche en un trípode limpio envuelto en lino</b> P XIII 1010 i) sobre un ladrillo ἐπὶ φιάλης, εἰς ἣν βαλεῖς ἐλαίου χρηστοῦ κοτ(ύλην) αʹ καὶ θήσεις ἐπὶ πλίνθου <b class="b3">sobre una fuente en la que echarás una cotila de buen aceite y la pondrás sobre un ladrillo</b> P LXII 39 j) sobre humo λαβὲ πύραυνον, βαλοῦ καὶ θὲς ὑπὲρ καπνὸν τὰ περιάμματα <b class="b3">toma un brasero de carbones y echa los amuletos poniéndolos sobre el humo</b> P XXIIa 6 k) en el lugar de trabajo τίθει (τὸ γλωσσόκομον) ὅπου θέλεις ἐν ἐργαστηρίῳ μέσον <b class="b3">pon el estuche donde quieras, en medio de tu lugar de trabajo</b> P VIII 58 2 [[poner dentro]], [[meter]] a) en la boca de un perro βαλὼν ἔσωθεν (τοῦ δέρματος) οὐσίαν μετὰ κατανάγκης θὲς εἰς <σ>τόμα κυνὸς νεκροῦ <b class="b3">echa dentro de la piel entidad mágica con arveja y ponlo en la boca de un perro muerto</b> P XXXVI 370 b) en una urna πλάσον κορκόδειλον προσμείξας αὐτῷ μέλαν καὶ ζμύρναν καὶ θὲς εἰς <σ>ορίον μολιβοῦν <b class="b3">modela un cocodrilo mezclándole tinta y mirra y ponlo en una urna funeraria de plomo</b> P XIII 322 | |||
}} | }} |