καταμήνιος: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[καταμήνιος]], -ον)<br />([[ιδίως]] για [[μισθό]] και για την [[εμμηνορρυσία]]) αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μήνα]] («[[καταμήνιος]] [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[καταμήνια]]<br />τα [[έμμηνα]], ο [[καταμήνιος]] [[κύκλος]], η [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο [[μισθό]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καταμηνίη</i><br />τα [[έμμηνα]] τών [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «[[κατά]] [[μήνα]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[καταμήνιος]], -ον)<br />([[ιδίως]] για [[μισθό]] και για την [[εμμηνορρυσία]]) αυτός που γίνεται [[κατά]] [[μήνα]] («[[καταμήνιος]] [[κύκλος]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[καταμήνια]]<br />τα [[έμμηνα]], ο [[καταμήνιος]] [[κύκλος]], η [[εμμηνορρυσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο [[μισθό]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καταμηνίη</i><br />τα [[έμμηνα]] τών [[γυναικών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «[[κατά]] [[μήνα]]].
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον subst. plu. τά κ. [[flujo menstrual]] βρέξον αὐτὰ εἰς τὰ καταμήνια τῆς γυναικὸς οὔσης ἐν ἀφέδρῳ, βρέξατω αὐτὰ εἰς τὴν φύσιν ἑαυτῆς <b class="b3">mójalas (las arvejas) en el flujo menstrual de una mujer que esté menstruando, deben mojarse en su sexo mismo</b> P XXXVI 322
}}
}}