3,270,811
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκάπνιστος]], -ον) [[καπνίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς<br />«[[τοίχος]] [[ακάπνιστος]]»<br /><b>2.</b> (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τον έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν [[είναι]] [[καπνιστός]]<br /><b>3.</b> (για τσιγάρα) αυτά που [[είναι]] αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει [[κανείς]] ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει [[γιατί]] [[είναι]] κακή ή [[ποιότητα]] τους<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) αυτό που δεν έχει πάρει [[μυρωδιά]] και [[γεύση]] από καπνό<br /><b>5.</b> (για [[μέταλλο]]) «ακάπνιστο [[ασήμι]]» — το απύρωτο<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> ο [[ξεμέθυστος]], ο [[νηφάλιος]], [[εκείνος]] που «δεν του ανεβαίνουν καπνοί στο [[κεφάλι]]»<br /><b>7.</b> <b>ενεργ.</b> όποιος δεν βγάζει καπνό<br />«ακάπνιστο [[σπίτι]]» — που δεν βγάζει καπνό το [[τζάκι]] του ή [[γιατί]] [[είναι]] καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή [[γιατί]] [[είναι]] τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν [[ούτε]] [[φωτιά]] ν' ανάψουν<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει υποστεί την [[επήρεια]] του καπνού για [[μέλι]] εκλεκτής ποιότητας που το τρυγούσαν [[χωρίς]] να καπνίσουν το [[μελίσσι]] (<b>Στράβ.</b> 400 a). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[recogido sin producir humo]] κηρίον ἀκάπνιστον λάβε καὶ ποίησον ἀνδριάντα <b class="b3">toma cera que no produce humo y haz una figura</b> SM 97ue 13 | |||
}} | }} |