ἄπιστος: Difference between revisions

CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 54: Line 54:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος, [[δύσπιστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[πιστός]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ἄπιστος]]: [[ἀπιστέω]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστητέον]], [[ἀπιστητικός]], [[ἀπίστως]].
|mantxt=(=αὐτός πού δέν πιστεύεται, ἀπίστευτος, [[δύσπιστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[πιστός]] τοῦ [[πείθω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ἄπιστος]]: [[ἀπιστέω]], [[ἀπιστία]], [[ἀπιστητέον]], [[ἀπιστητικός]], [[ἀπίστως]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=incroyant
}}
}}