κορινθιάζομαι: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορινθιάζομαι]] (Α) [[κορίνθιος]]<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]], όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[μαστροπός]]<br /><b>3.</b> καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες.
|mltxt=[[κορινθιάζομαι]] (Α) [[κορίνθιος]]<br /><b>1.</b> [[ασκώ]] το [[επάγγελμα]] της [[πόρνης]], όπως οι εταίρες της αρχαίας Κορίνθου<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[μαστροπός]]<br /><b>3.</b> [[καλλωπίζω|καλλωπίζομαι]] όπως οι εταίρες.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορινθιάζομαι:''' [[жить по-коринфски]], т. е. [[распутничать]] Arph.
|elrutext='''κορινθιάζομαι:''' [[жить по-коринфски]], т. е. [[распутничать]] Arph.
}}
}}