3,276,318
edits
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zostir | |Transliteration C=zostir | ||
|Beta Code=zwsth/r | |Beta Code=zwsth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) in Il. always < | |Definition=ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) in Il. always<br><span class="bld">A</span> a [[warrior]]'s [[belt]], prob. of [[leather]] [[cover]]ed with [[metal]] [[plate]]s, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον 4.132; [[δαιδάλεος]], [[παναίολος]], ib.135,186; φοίνικι [[φαεινός]] 7.305, cf. Hdt.9.74, S.''Aj.''1030; of an [[Amazon]], Pi.''Fr.''172: in Od., a swineherd's [[belt]], 14.72, cf. Theoc.7.18,26.17.<br><span class="bld">II</span> later,= [[ζώνη]], a woman's [[girdle]], Paus.1.31.1: metaph., of the encircling sea, νῆσοι... ἃς… ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει ''AP''9.421 (Antip. Thess.); ὠκεανὸς ἀτλαντικὸς ζωστήρ Secund.''Sent.''2.<br><span class="bld">III</span> anything that goes round like a [[girdle]]:<br><span class="bld">1</span> [[stripe]] marking certain [[height]] in the [[ship]], Hld.1.1.<br><span class="bld">2</span> [[grass-wrack]], [[Posidonia oceanica]], Thphr.''HP''4.6.2, Plin.''HN''13.135.<br><span class="bld">3</span> = [[ζώνη]] III.4, ib.26.121.<br><span class="bld">IV</span> name of a [[cape]] on the [[west]] [[coast]] of [[Attica]], Hdt.8.107, Hyp.''Fr.''67, etc.<br><span class="bld">2</span> [[epithet]] of [[Apollo]] at [[Zoster]], ''AB''261(sed leg. [[Ζωστήριος]]).<br><span class="bld">V</span> ζωστῆρες Ἐνυοῦς, of [[warrior]]s, Call.''Ap.''85.<br><span class="bld">VI</span> name of a [[πηγή]] in the [[Chaldaean]] system, Dam.''Pr.''96. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ζωστήρ -ῆρος, ὁ [ζώννυμι] riem, band, gordel (voor mannen, vaak van soldaten). | |elnltext=ζωστήρ -ῆρος, ὁ [[ζώννυμι]] [[riem]], [[band]], [[gordel]] (voor mannen, vaak van soldaten). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) ἡ [[ζώνη]], ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς ζώνης πολεμιστοῦ, ἥτις ἐκάλυπτε τὴν ὀσφὺν καὶ ἠσφάλιζε τὰ κατώτερα μέρη τοῦ θώρακος (πρβλ. μίτρη), συναπτόμενη διὰ θηλυκωμάτων ἐκ χρυσοῦ, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Ἰλ. Δ. 132· καὶ πιθ. πρὸς ἐνίσχυσιν κεκαλυμμένη διὰ μεταλλίνων ἐλασμάτων, [[δαιδάλεος]], [[παναίολος]], Δ. 135, 186· φοίνικι φαεινὸς Η. 305, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 74, Πίνδ. Ἀποσπ. 158, Σοφ. Αἴ. 1030· - ἐν τῇ Ὀδ., ἡ [[ζώνη]] ἡ περισφίγγουσα τὸν χιτῶνα κατὰ τὴν ὀσφύν, Ξ. 72, πρβλ. Θεόκρ. 7. 18., 26. 17. 2) παρὰ μεταγ. [[ζώνη]] γυναικεία, Παυσ. 1. 31, 1· - μεταφ., ἐπὶ τῆς κυκλούσης θαλάσσης, νῆσοι..., ἃς... ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει Ἀνθ. Π. 9. 421. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιτρέχει τι ὡς [[ζώνη]], 1) σανίδες κατὰ [[μῆκος]] τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς πρῴρας εἰς τὴν πρύμναν διήκουσαι καὶ συγκρατοῦσαι αὐτὸ ([[ὅπερ]] δύναται νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ Εὐρ. Κύκλ. 505 κἑξ.), Ἡλιόδ. 1. 1. 2) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 2, Πλίν. 13, 25. 3) = [[ζώνη]] ΙΙΙ. 4, Πλίν. 26. 74. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ζωστήριος]], Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 85. | |lstext='''ζωστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ζώννυμι]]) ἡ [[ζώνη]], ἐν Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς ζώνης πολεμιστοῦ, ἥτις ἐκάλυπτε τὴν ὀσφὺν καὶ ἠσφάλιζε τὰ κατώτερα μέρη τοῦ θώρακος (πρβλ. [[μίτρη]]), συναπτόμενη διὰ θηλυκωμάτων ἐκ χρυσοῦ, ὅθι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον Ἰλ. Δ. 132· καὶ πιθ. πρὸς ἐνίσχυσιν κεκαλυμμένη διὰ μεταλλίνων ἐλασμάτων, [[δαιδάλεος]], [[παναίολος]], Δ. 135, 186· φοίνικι φαεινὸς Η. 305, πρβλ. Ἡρόδ. 9. 74, Πίνδ. Ἀποσπ. 158, Σοφ. Αἴ. 1030· - ἐν τῇ Ὀδ., ἡ [[ζώνη]] ἡ περισφίγγουσα τὸν χιτῶνα κατὰ τὴν ὀσφύν, Ξ. 72, πρβλ. Θεόκρ. 7. 18., 26. 17. 2) παρὰ μεταγ. [[ζώνη]] γυναικεία, Παυσ. 1. 31, 1· - μεταφ., ἐπὶ τῆς κυκλούσης θαλάσσης, νῆσοι..., ἃς... ζ. Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει Ἀνθ. Π. 9. 421. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιτρέχει τι ὡς [[ζώνη]], 1) σανίδες κατὰ [[μῆκος]] τοῦ πλοίου ἀπὸ τῆς πρῴρας εἰς τὴν πρύμναν διήκουσαι καὶ συγκρατοῦσαι αὐτὸ ([[ὅπερ]] δύναται νὰ νοηθῇ ἐκ τοῦ Εὐρ. Κύκλ. 505 κἑξ.), Ἡλιόδ. 1. 1. 2) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 2, Πλίν. 13, 25. 3) = [[ζώνη]] ΙΙΙ. 4, Πλίν. 26. 74. ΙΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[ζωστήριος]], Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 85. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |