3,274,159
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[διάτονος]], -ον) [[διατείνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται από τη μία [[πλευρά]] ώς την [[άλλη]], ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή [[πέτρα]] ώς την τελευταία<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διάτονος]]<br />το [[δοκάρι]] που εκτείνεται από τη μία [[πλευρά]] ώς την [[άλλη]], [[διατόνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που ακολουθεί τη διατονική [[κλίμακα]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[διάτονος]], -ον) [[διατείνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται από τη μία [[πλευρά]] ώς την [[άλλη]], ειδικότερα για πέτρινους τοίχους, αυτός που εκτείνεται από την μπροστινή [[πέτρα]] ώς την τελευταία<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διάτονος]]<br />το [[δοκάρι]] που εκτείνεται από τη μία [[πλευρά]] ώς την [[άλλη]], [[διατόνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> (για [[φωνή]]) [[διαπεραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που ακολουθεί τη διατονική [[κλίμακα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[angespannt]], [[heftig]]</i>, Theophr. – In der [[Musik]] ist διάτονον [[γένος]] die [[einfachste]] [[Aufeinanderfolge]] der Töne in der [[Tonleiter]], Music.; auch [[μέλος]], Alciphr. 1.18. | |||
}} | }} |