μαλλωτός: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλλωτός]], -ή, -όν, Μ και μαλλουτός, -ή, -όν) [[μαλλός]]<br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]] («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαλλωτός]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120 [[περίπου]] είδη, θάμνους ή δέντρα, της νοτιοανατολικής Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαλλωτόν</i><br />[[είδος]] μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit langer [[Wolle]] [[versehen]]</i>, [[χιτών]], [[χλαμύς]], <i>ein [[Schafpelz]]</i>, Plat. com. bei Poll. 7.57; Dion.Hal. 7.72; auch μαλλωτὴ [[δορά]], Strab. XI.499. Vgl. [[μηλωτή]].
}}
}}