κρέμασμα: Difference between revisions

m
pape replacement
m (LSJ1 replacement)
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ κρέμασμαν) [[κρεμώ]]<br />το να κρεμιέται [[κάτι]] από ψηλότερο [[σημείο]], [[ανάρτηση]], [[εξάρτηση]], <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγχονισμός]]<br /><b>2.</b> (συν. σαρκαστικά) [[γάμος]], [[παντρειά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήριγμα]].
|mltxt=το (Μ κρέμασμαν) [[κρεμώ]]<br />το να κρεμιέται [[κάτι]] από ψηλότερο [[σημείο]], [[ανάρτηση]], [[εξάρτηση]], <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαγχονισμός]]<br /><b>2.</b> (συν. σαρκαστικά) [[γάμος]], [[παντρειά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[στήριγμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das Aufgehängte</i>; auch = [[κρέμασις]]; <i>Schol. Aesch. Prom</i>. 157.
}}
}}