κοχλιάριον: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοχλιάριον''': τό, «χουλιάρι», Λατ. cochleare, ἐκ τοῦ [[κόχλος]], Διοσκ. 2. 50 κτλ.· συνήθως λιστρίον, Λοβ. εἰς Φρύν. 321.
|lstext='''κοχλιάριον''': τό, «χουλιάρι», Λατ. cochleare, ἐκ τοῦ [[κόχλος]], Διοσκ. 2. 50 κτλ.· συνήθως λιστρίον, Λοβ. εἰς Φρύν. 321.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>der [[Löffel]], cochleare</i>, von [[κόχλος]], [[spätere]] vulgäre Form für [[λιστρίον]], vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 321.
}}
}}