ἀκατανάγκαστος: Difference between revisions

m
pape replacement
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανάγκαστος]], -ον) [[καταναγκάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αναγκαστικός]], που δεν επιβάλλεται με τη βία<br /><b>2.</b> όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατανάγκαστος]], -ον) [[καταναγκάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[αναγκαστικός]], που δεν επιβάλλεται με τη βία<br /><b>2.</b> όποιος δεν υπόκειται σε εξαναγκασμό.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ungezwungen]]</i>, Sp.
}}
}}