3,274,216
edits
m (Text replacement - "down" to "down") |
mNo edit summary |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | |lstext='''σύγχῠσις''': -εως, ἡ, ([[συγχέω]]) τὸ συγχέειν, [[σύμμιξις]], ἡ τῶν ὅλων σ. Ἱππ. 1174F· σ. ποιεῖσθαι Πολύβ. 30. 13, 7· σύγχυσιν λαβεῖν Πλούτ. 2. 990Α· σ. ὅρων [[αὐτόθι]] 122Β σ. literularum, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 6. 9, 1· πολιτικὴ ταραχὴ καὶ [[ἀκαταστασία]], τῆς σ. πολιτείας [[αὐτόθι]] 7. 8, 4. 2) [[σύγχυσις]], [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], βίου, δόμων Εὐρ. Ἀνδρ. 292, 959. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ ὕφους, [[σύγχυσις]], [[ἀσάφεια]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ταραχή]], [[σύγχυσις]], Λουκ. Νιγρῖν. 35, πρβλ. Πολύβ. 14. 5, 8· σ. ἔχειν, συγχεῖσθαι, συνταράττεσθαι, Εὐρ. Ι. Α. 354, 1128. σ. ὀμματίων Ἀνθ. Π. 5. 130. ΙΙΙ. ἐπὶ συνθηκῶν καὶ τῶν ὁμοίων, [[παράβασις]], τῶν σπονδῶν Θουκ. 1. 146, 5. 46· νόμων Ἰσοκρ. 64C· σ. ὁρκίων Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, ― ἐπιγραφὴ τοῦ πρώτου [[ἡμίσεος]] τοῦ Δ. τῆς Ἰλ., πρβλ. στίχ. 269, Πλάτ. Πολ. 379Ε. 2) διατάραξις, [[ὄλεθρος]], [[καταστροφή]], Συλλ. Ἐπιγρ. 1543. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σύγχυσις]], -ύσεως. ΝΜΑ, και [[σύχυση]] Ν [[συγχέω]]<br /><b>1.</b> [[ανακάτεμα]], [[μπέρδεμα]] (α. «[[σύγχυση]] γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ' ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», <b>Ευστ.</b><br />γ. [για τον πύργο της Βαβέλ] «διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ [[ὄνομα]] αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε [[κύριος]] τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς», ΠΔ<br />δ. «σύγχυσιν ὅρων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διατάραξη]] της ψυχικής ηρεμίας και της πνευματικής γαλήνης, ψυχική [[ταραχή]]<br /><b>3.</b> [[ταραχή]], [[θόρυβος]] («καὶ ἐπλήσθη ἡ [[πόλις]] ὅλη τῆς συγχύσεως», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λόγο) [[έλλειψη]] σαφήνειας, [[ασάφεια]], σε [[αντιδιαστολή]] με την [[ευκρίνεια]] («[[σύγχυση]] εννοιών»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[συσκοτισμός]] της διάνοιας ή της συνείδησης που αίρει ή ελαφρύνει τον καταλογισμό ευθυνών («διέπραξε το [[έγκλημα]] [[καθώς]] βρισκόταν σε πλήρη [[σύγχυση]]»)<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> η [[σύμπτωση]] στο ίδιο [[πρόσωπο]] τών ιδιοτήτων του δανειστή και του οφειλέτη<br /><b>3.</b> <b>(νομ.)</b> η [[ένωση]] κινητών πραγμάτων [[κατά]] τρόπο οριστικό και παράγωγο νέου πράγματος του οποίου τα ενωθέντα αποτελούν συστατικά, αλλ. [[σύμμιξη]]<br /><b>4.</b> [[ανάμιξη]] υγρών ή αεριωδών σωμάτων, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τη [[σύμμιξη]], [[δηλαδή]] την [[μίξη]] στερεών σωμάτων<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «διανοητική [[σύγχυση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] οξείας, [[συνήθως]] παροδικής, μορφής που χαρακτηρίζεται από [[διαταραχή]] τών ψυχικών λειτουργιών στο σύνολό τους και [[ιδίως]] του προσανατολισμού ως [[προς]] τον χώρο και τον χρόνο και της μνήμης σε ό,τι αφορά πρόσφατα γεγονότα, από έναν βαθμό αγχώδους αμηχανίας και από καταστάσεις ονειρισμού με οπτικές ψευδαισθήσεις<br />β) «[[σύγχυση]] ειρήνης»<br /><b>(νομ.)</b> [[διατάραξη]] της κοινής ησυχίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δημιουργία]] μίγματος, [[σύμμιξη]], [[ιδίως]] υγρών («ἡ τῶν ἄλλων [[σύγχυσις]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματισμός]] ένωσης<br /><b>3.</b> [[ανατροπή]]<br /><b>4.</b> [[καταστροφή]], όλεθρος (α. «καὶ ἐγένετο [[σύγχυσις]] θανάτου... ἐν τῇ πόλει», ΠΔ<br />β. «ἐσομένην ἑώρων τοῦ κοινοῦ βίου σύγχυσιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πολιτική]] [[ταραχή]] και [[ακαταστασία]], [[στάση]] (α. «[[σύγχυσις]] πολιτείας», Κικ.<br />β. «τοιαύτης... συγχύσεως ἐπεχούσης τὰ πλήθη», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με [[συνθήκη]] ή [[συμφωνία]]) [[αναιρώ]], [[παραβιάζω]] ή [[ματαιώνω]] (α. «τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νόμων συγχύσεις καὶ πολιτειῶν μεταβολάς», Ισοκρ.). | |||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |